Άρθρο στην εφημερίδα Εστία
Ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να ξεφύγει από τον χαρακτήρα του ακόμα και στις τελευταίες ημέρες του στην εξουσία. Ή ακριβώς γι αυτό, καταφεύγει σε κομματικούς – επικοινωνιακούς χειρισμούς ενός εθνικού ζητήματος όπως είναι οι γερμανικές οφειλές από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Κυβέρνηση το θυμάται κάθε φορά που είναι στριμωγμένη. «Παίζοντας τα ρέστα της» στο παιχνίδι του λαϊκισμού, λίγο πριν την έξοδό της, λίγο πριν τη διάλυση της Βουλής ζητά από τη Γερμανία να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αντιμετωπίζει ένα ιστορικής σημασίας ζήτημα ως προεκλογικό πυροτέχνημα. Γνωρίζει ότι η κίνησή της δεν συνάδει με τη σοβαρότητα της υπόθεσης. Αφού και οι αποδέκτες του διαβήματος το αντιμετωπίζουν όχι ως μια σοβαρή κίνηση με κύρος και βαρύτητα, αλλά ως μια κίνηση προεκλογικής σκοπιμότητας και ελαφρότητας. Εκτίθεται έτσι η Κυβέρνηση και κρίνεται γι αυτό, όπως και για τη συνολική της στάση στα μείζονα εθνικά ζητήματα, καθώς ο «επικοινωνισμός» υπερκαλύπτει με απαράδεκτο, και κυρίως επικίνδυνο, τρόπο την ουσία.
H Νέα Δημοκρατία ήταν εκείνη που ως κυβέρνηση ξεκίνησε τη συστηματική δουλειά, το 2012, για την αποτίμηση των γερμανικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου. Έθεσε τις βάσεις για την πλήρη επιχειρηματολογία που τεκμηριώνει αυτή τη διεκδίκηση. Χαράχθηκε για πρώτη φορά μια εθνική στρατηγική. Συγκροτήθηκε, ειδική διακομματική Επιτροπή της Βουλής, το 2014 τα συμπεράσματα της οποίας αποτέλεσαν τη βάση για τις επόμενες κινήσεις, που κατέληξαν στην ρηματική διακοίνωση του 2015 όπου ξεκαθαρίζεται ότι οι ελληνικές διεκδικήσεις παραμένουν ενεργές.
Ενώ όμως η Νέα Δημοκρατία έκανε κινήσεις ουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ απουσίαζε από την εθνική αυτή προσπάθεια. Αρκούνταν σε ρητορικές σκιαμαχίες χωρίς περιεχόμενο. Και όταν ο κ. Τσίπρας βρέθηκε για πρώτη φορά μπροστά στην κα Μέρκελ παρουσιάστηκε αμήχανα ως συνεχιστής της πολιτικής της προηγούμενη κυβέρνησης στο θέμα των διεκδικήσεων, τονίζοντας όμως ότι πρόκειται για ένα διμερές ζήτημα ” πρωτίστως ηθικής και όχι υλικής αξίας”.
Σήμερα, στη συγκεκριμένη συγκυρία, πρέπει να ξεκαθαριστούν δύο ζητήματα.
Πρώτον, η υπόθεση αυτή είναι ιδιαίτερη, σύνθετη και δύσκολη. Απαιτεί στέρεη νομική υποστήριξη με σθένος, ευθύνη καθώς και ρεαλισμό. Οι πολιτικοί χειρισμοί πλήττουν το περιεχόμενο της ιστορικής αυτής διεκδίκησης.
Δεύτερον, οι διεκδικήσεις της Ελλάδας ειδικά για το κατοχικό δάνειο αλλά και τις πολεμικές επανορθώσεις, δηλαδή για τις γερμανικές οφειλές, είναι ενεργές και ισχυρές. Δεν παραγράφονται. Ούτε ηθικά, ούτε νομικά, ούτε πολιτικά.
Εξάλλου κορυφαίοι δικαστικοί, πολιτικοί και πολιτειακοί παράγοντες της Γερμανίας, όπως ο Πρόεδρος Γιόαχιμ Γκάουκ, έχουν αναγνωρίσει ότι το θέμα των οφειλών πρέπει να εξεταστεί. Επιπλέον, η αρμόδια επιτροπή της γερμανικής Βουλής έχει επιβεβαιώσει ότι η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε από τη δυνατότητα της διεκδίκησης.
Υπάρχει λοιπόν η νομική δυνατότητα, η πολιτική και ηθική υποχρέωση για μια διεκδικητική στρατηγική. Υπεύθυνη και ουσιαστική. Καλά προετοιμασμένη, έτσι ώστε να είναι αποτελεσματική. Με εθνική αντιμετώπιση και όχι με μικροπολιτική όπως κάνει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, ευτελίζοντας ένα ιστορικό και δίκαιο αίτημα σε επικοινωνιακό τακτικισμό.
Για τη Νέα Δημοκρατία πυξίδα σε αυτή την εθνική προσπάθεια είναι η δικαίωση του διαχρονικού αιτήματος της Ελλάδας, μιας ιερής διεκδίκησης που περιμένει να εκπληρωθεί.