Ο χαιρετισμός του Έλληνα Πρωθυπουργού στην ετήσια Σύνοδο Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του NATO ήταν πολιτικά, διπλωματικά και στρατηγικά βαρύνουσας σημασίας. Με παρρησία που δεν συνηθίζεται σε τέτοιες, μάλλον τυπικές περιστάσεις, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε την Ατλαντική Συμμαχία μπροστά σ ένα μείζον στρατηγικό ερώτημα. Πώς θα αντιμετωπίζεται από εδώ και στο εξής η Τουρκία; Ως σύμμαχος και πιθανός εταίρος; Ή ως ένα κράτος που προκαλεί ρηγματώσεις και προβλήματα υποσκάπτοντας τη συνοχή της Ατλαντικής Συμμαχίας;
Το ερώτημα-δίλημμα που έθεσε ο Πρωθυπουργός είναι εξαιρετικά σοβαρό. Ξεπερνά την ελληνοτουρκική του διάσταση αφού επεκτείνεται και αφορά την ίδια την ασφάλεια και την ειρήνη στη Νοτιοανατολική, την πιο ευάλωτη, πτέρυγα της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός χωρίς να ονομάσει, αλλά σαφώς υπαινισσόμενος την Τουρκία, μίλησε για κράτη που:
- Συνομιλούν ή συνεργάζονται με ομάδες ακραίων τζιχαντιστών.
- Προμηθεύονται εκτός Συμμαχίας και θέτουν σε λειτουργία ισχυρά οπλικά συστήματα.
- Εφαρμόζουν αποκλίνουσες ή ακόμα και αντίθετες πολιτικές επιλογές από εκείνες των νατοϊκών συμμάχων και ευρωπαίων εταίρων.
- Απειλούν ευθέως άλλες συμμαχικές χώρες όπως η Ελλάδα και η Γαλλία, πλήττοντας έτσι τη θεμελιώδη για κάθε στρατιωτική και πολιτική συμμαχία αρχή της αλληλεγγύης.
- Εργαλειοποιούν για γεωπολιτικές επιδιώξεις το Μεταναστευτικό.
Όλα αυτά μαζί με άλλα γεγονότα (κακές σχέσεις με το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, παράνομη κατοχή της Κύπρου, διακυβέρνηση της «του ενός ανδρός αρχής» κ.τ.λ) διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά ενός κράτους που στη διεθνή πολιτική χαρακτηρίζεται ως «κράτος παρίας».
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι αυτόν ακριβώς τον όρο έχει χρησιμοποιήσει σε πρόσφατες δηλώσεις του για την Τουρκία και ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας.
Ο χαρακτηρισμός αυτός για την Τουρκία δεν είναι ούτε πρόσφατος ούτε αποτελεί αυθαίρετη εκτίμηση. Έρχεται από τις ΗΠΑ και από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τότε η υπό τον Πρόεδρο Κλίντον δημοκρατική διοίκηση των ΗΠΑ και συγκεκριμένα το υπουργείο Άμυνας υπό τον υπουργό Les Aspin, συνέταξε και δημοσιοποίησε την 1η Σεπτεμβρίου του 1993 ένα ιδιαίτερης σημασίας και μεγάλης επίδρασης κείμενο στρατηγικής που έμεινε γνωστό ως «Bottom-Up Review».
Σε εκείνην την εξαιρετικά σοβαρή μελέτη δίδεται ιδιαίτερο βάρος στην απειλή που συνιστούν για τα αμερικανικά και δυτικά συμφέροντα τα «εκτός νόμου πυρηνικά παράνομα κράτη και τα κράτη παρίες». Στο κείμενο αυτό αναλύθηκε από τον καθηγητή Διεθνών Σχέσεων Michael Klare στο βιβλίο «Rogue States and Nuclear Outlaws», η Τουρκία αν και κράτος-μέλος του NATO και γενικότερα του δυτικού συστήματος – θυμίζω ότι μιλάμε για τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 – χαρακτηρίζεται ως «αναμενόμενη να αναδειχθεί σε κράτος παρία». Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που αποδίδει η μελέτη αυτή στα «κράτη παρίες»;
Ενδεικτικά αναφέρονται:
- Φιλοδοξίες περιφερειακής δύναμης.
- Μεγάλα προγράμματα εξοπλισμών.
- Επιθετικότητα προς τα γειτονικά κράτη.
- Αυταρχικές ηγεσίες.
- Αδιαφορία για το Διεθνές Δίκαιο και τις Συνθήκες.
- Επαφές με ακραίες ή ακόμα και τρομοκρατικές ομάδες.
Εκείνες οι αμερικανικές εκτιμήσεις της δεκαετίας του ‘90 φαίνεται να επαληθεύονται σήμερα, τριάντα χρόνια μετά.
Η Δύση καλείται τώρα να απαντήσει στο δίλημμα που έθεσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. «Πώς η Ευρώπη και η Δύση θα καθορίσουν τις σχέσεις τους με την Τουρκία;». Το καίριο αυτό ερώτημα δεν μπορεί πλέον να μένει αναπάντητο. Η Ελλάδα πήρε θέση με θάρρος. Είμαστε έτοιμοι για διάλογο χωρίς απειλές και προκλήσεις. Εάν η Τουρκία δεν απαντήσει έρχεται η σειρά των ευρωπαϊκών κυρώσεων. Αλλά και αυτό από μόνο του δεν συνιστά πλήρη απάντηση στο μεγάλο ερώτημα. «Η Τουρκία θα αντιμετωπίζεται ως εταίρος ή ως κράτος παρίας:» Ακόμα τώρα, αλλά όχι για πολύ, ακόμα η Άγκυρα έχει τη δυνατότητα να αποδείξει ότι προτιμά να είναι εταίρος παρά παρίας. Θα το κάνει; «Ο χρόνος τελειώνει για την Τουρκία» δήλωσε ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, Ζ. Μπορέλ.