Συνέντευξη Αναπληρωτή Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, κ. Γιώργου Κουμουτσάκου, στην εφημερίδα “Real News” και τον Γ. Σιαδήμα.
Δημοσιεύματα του ξένου Τύπου, MKO αλλά και μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ασκούν τελευταία ιδιαίτερα αυστηρή κριτική στην Ελλάδα για άσκηση σκληρής πολιτικής για την αποτροπή μεταναστών. Κάνουν, μάλιστα, λόγο για συστηματικές επαναπροωθήσεις, τα λεγόμενα «push back» Τι απαντάτε;
Η Ελλάδα σέβεται την ανθρώπινη ζωή και ταυτόχρονα προασπίζει την ασφάλειά της. Αυτή είναι η αρχή μας. Κάθε χρόνο σώζουμε χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Όσον αφορά τα περί «συστηματικών επαναπροωθήσεων», η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική. Δεν επιτρέπουμε σε οποιονδήποτε να βαπτίζει «ειδήσεις» δολίως καθοδηγούμενα fake news.
Όσον αφορά την αυστηρή πολιτική επιτήρησης και προστασίας των συνόρων μας η απάντηση είναι ότι, ναι, ακολουθούμε αποφασιστική πολιτική προστασίας των συνόρων. Μετά τα γεγονότα του περασμένου Μαρτίου στον Έβρο, τίποτα πια δεν είναι το ίδιο. Κάνουμε και θα συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι χρειαστεί. Ενισχύουμε συνεχώς με έμψυχο δυναμικό και σύγχρονα μέσα τα χερσαία και θαλάσσια σύνορά μας. Είναι καθ’ όλα νόμιμο και ζωτικής σημασίας καθήκον μας. Αυτό, άλλωστε, ισχύει για κάθε χώρα. Εκείνοι που μας ασκούν κριτική, απλώς δεν έχουν ή προσποιούνται ότι δεν έχουν επίγνωση του μεγέθους της πρόκλησης που αντιμετωπίζουμε στο μεταναστευτικό ως χώρα πρώτης γραμμής, που επιπλέον έχει έναν πολύ δύσκολο γείτονα. Γείτονα που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει το μεταναστευτικό ως πολιορκητικό κριό για την Ελλάδα και μέσω αυτής για την Ευρώπη. Η Ελλάδα είναι θέσει, λόγω και πράξει η ασπίδα της Ευρώπης.
Σε αυτή την αυστηρή πολιτική οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, η σημαντική μείωση των μεταναστευτικών ροών προς τα νησιά; Ο φόβος του κορωνοϊού επέδρασε;
Η μείωση των μεταναστευτικών ροών δεν είναι απλώς σημαντική, είναι θεαματική. Έχουμε σχεδόν 80% μείωση από τον περασμένο Μάρτιο. Και, ναι, οφείλεται κυρίως στην πολιτική μας. Ο συνδυασμός αποφασιστικού ελέγχου των συνόρων μας, αυστηροποίησης του νόμου για το άσυλο, η επιτάχυνση των διαδικασιών εξέτασης των αιτημάτων ασύλου, η ισχυρή βούληση για στιβαρή πολιτική επιστροφών, εθελουσίων και μη, όλα έχουν συμβάλει στο αποτέλεσμα αυτό. Η πανδημία μπορεί και εκείνη να επέδρασε, αλλά δεν είναι το αποφασιστικό στοιχείο. Όπως σας είπα, ο Έβρος τα άλλαξε όλα. Όλοι καταλαβαίνουν πλέον ότι η αύξηση των μεταναστευτικών ροών της προηγούμενης περιόδου δεν ήταν αυθόρμητη μεταναστευτική κίνηση, αλλά συνειδητή πολιτική επιλογή του γείτονα.
Το ενδεχόμενο ενός νέου, καθοδηγούμενου μεταναστευτικού κύματος από την Τουρκία προς την Ελλάδα σάς απασχολεί;
Βεβαίως και μας απασχολεί. Η μεγάλη μείωση των μεταναστευτικών ροών των τελευταίων μηνών δεν είναι λόγος εφησυχασμού. Είναι κίνητρο συνεχούς εγρήγορσης και αποφασιστικής πολιτικής. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες παρατεταμένης εχθρικής συμπεριφοράς από την Τουρκία, ουδείς μπορεί να αποκλείσει ότι η Άγκυρα θα επιχειρήσει ένα νέο Έβρο. Ως υπεύθυνη κυβέρνηση οφείλουμε να επεξεργαζόμαστε και να ετοιμαζόμαστε για τα δύσκολα και όχι για τα εύκολα σενάρια.
Το μεταναστευτικό θα μπορούσε να είναι κομμάτι ενός μελλοντικού ελληνοτουρκικού διαλόγου;
Δεν έχουμε κανένα λόγο να μετατρέψουμε σε διμερές ένα ξεκάθαρα ευρωτουρκικό ζήτημα. Το πώς η Τουρκία διαχειρίζεται το μεταναστευτικό και σε ποιο βαθμό παραβιάζει την Κοινή Δήλωση Ε.Ε.-Τουρκίας του 2016 είναι ζήτημα Βρυξελλών-Άγκυρας. Έχει, βέβαια, και ελληνοτουρκική διάσταση, αλλά κατηγορηματικά τονίζω ότι δεν είναι ελληνοτουρκικό θέμα. Η απόπειρα του περασμένου Μαρτίου να υπάρξει μαζική και παράνομη παραβίαση των ελληνικών συνόρων συνιστούσε πρωτίστως απόπειρα εκβιασμού της Ευρώπης. Αυτό θέλω να πιστεύω ότι το έχουν κατανοήσει τόσο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί όσο και οι μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Θα υπάρξει τελικά ελληνοτουρκικός διάλογος; Και, αν ναι, τι θα αφορά;
Ένας από τους βασικούς, διαχρονικά διακηρυγμένους στόχους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι η διεξαγωγή ενός έντιμου διαλόγου με την Τουρκία. Η Ελλάδα ποτέ δεν απέρριψε έναν τέτοιο διάλογο. Άλλωστε αυτό είχε συμφωνηθεί ήδη από το 1975 μεταξύ Καραμανλή και Ντεμιρέλ. Μάλιστα, τότε είχε συμφωνηθεί και το αντικείμενο αυτού του διαλόγου, που δεν ήταν άλλο από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και κατ’ ακολουθία των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η Ελλάδα, λοιπόν, είναι συνεπής. Και τότε και τώρα. Η πλευρά που υπαναχώρησε από τη δέσμευσή της του 1975 είναι η Τουρκία. Όχι μόνο δεν προσήλθε τότε στον συμφωνημένο διάλογο, αλλά έκτοτε προσπαθεί με παράνομες και προκλητικές συμπεριφορές να διευρύνει το περιεχόμενό του, επιχειρώντας συνεχώς να προσθέτει και άλλα ζητήματα, όπως η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου και, βεβαίως, από το 1996 και μετά οι δήθεν αμφισβητούμενης κυριαρχίας «γκρίζες ζώνες». Το ζήτημα, όμως, δεν είναι μόνο το περιεχόμενο ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου, αλλά και κάτω υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να διεξαχθεί για να μην είναι εξ υπαρχής υποθηκευμένος. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι άλλες από εκείνες που επίσημα και σαφώς έχει καθορίσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Αποχή από παράνομες και προκλητικές ενέργειες, ατμόσφαιρα ηρεμίας και ένα απαραίτητο μίνιμουμ εμπιστοσύνης. Όπως καταλαβαίνετε, είναι προφανές ότι αυτά δεν ισχύουν σήμερα. Η Τουρκία παίζει με τη φωτιά στην ανατολική Μεσόγειο.
Αυτή, βέβαια, είναι ελληνική θέση, κ. Κουμουτσάκο. Πώς θα γίνει διάλογος ή ακόμα και διαπραγμάτευση, εάν η Τουρκία επιμένει να θέτει θέμα «γκρίζων ζωνών» και αποστρατικοποίησης νησιών;
Κύριε Σιαδήμα, να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Η Ελλάδα έχει πρόθεση να προσέλθει σε διάλογο, όχι σε συνθηκολόγηση. Δεν συζητάμε την ασφάλεια και την εδαφική μας ακεραιότητα. Αυτό δεν είναι μόνο πολιτική, αλλά και νομική θέση της χώρας, η οποία, θυμίζω, ότι στις 14 Ιανουαρίου 2015 κατέθεσε επίσημη επιφύλαξη, εξαιρώντας από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Χάγης ζητήματα άμυνας και ασφάλειας και, προφανώς, εδαφικής κυριαρχίας.
Είσαστε ικανοποιημένος από τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του NATO όσον αφορά τη στήριξη τους στην Ελλάδα σε αυτές τις δύσκολες ώρες;
Οι δύο οργανισμοί είναι διαφορετικοί μεταξύ τους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πρωτίστως μια πολιτική και οικονομική κοινότητα δημοκρατιών. To NATO είναι μια στρατιωτική συμμαχία. Πώς, λοιπόν, μια κοινότητα ειρηνικών δημοκρατιών ορίζει τη σχέση της με ένα αυταρχικής διακυβέρνησης και επεκτατικής πολιτικής κράτος; Πώς μια συμμαχία αντιμετωπίζει ένα μέλος της όταν αυτό απειλεί με πόλεμο ένα άλλο κράτος-μέλος, προμηθεύεται οπλικά συστήματα εκτός συμμαχίας, απειλεί επεισόδιο με έναν άλλο σύμμαχο, όπως η Γαλλία, και δημιουργεί εκρηκτική κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο, τραυματίζοντας έτσι σοβαρά τη συνοχή της συμμαχίας της οποίας είναι μέλος; Έχει έρθει, λοιπόν, η ώρα τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και το NATO να καθορίσουν με παρρησία και αποφασιστικότητα τις σχέσεις τους με τη νεο-οθωμανική Τουρκία του κ. Ερντογάν, που φιλοδοξεί να ηγηθεί στον μουσουλμανικό κόσμο. Όσο καθυστερούν και δεν τολμούν να το πράξουν, τόσο θα μειώνεται το κύρος τους στα μάτια της Άγκυρας που θα τους αγνοεί όλο και περισσότερο, χαράσσοντας τον δικό της δρόμο όλο και πιο μακριά από τη Δύση.