Άρθρο για το μέλλον των ευρω-τουρκικών σχέσεων στην εφημερίδα Νέα Σελίδα.
Η σύνδεση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση ανάγεται στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, όταν, το 1964, υπεγράφη η Συμφωνία Σύνδεσης.
Σήμερα, 55 χρόνια μετά, η Τουρκία παραμένει μεν συνδεδεμένη, χωρίς όμως να έχει ενταχθεί. Δεν έχει γίνει ακόμα πλήρες μέλος της Κοινότητας των Δημοκρατικών Κρατών της Ευρώπης. Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών στην Τουρκία έχουν φέρει τις διαπραγματεύσεις ένταξης στην ΕΕ σε κατάσταση βαθιάς κατάψυξης.
Η πραγματικότητα αυτή δεν προβλέπεται να αλλάξει εύκολα, τουλάχιστον για το προβλεπτό επόμενο χρονικό διάστημα. Αλλά ακόμα και να επανεκκινήσει η ενταξιακή διαδικασία Τουρκίας- ΕΕ, ο χρόνος που θα απαιτηθεί έως την ολοκλήρωσή της, θα είναι μακρός. Η διαπραγμάτευση θα είναι σύνθετη, πολύπλοκη και δεν αναμένεται να εξελιχθεί ευθύγραμμα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι η Τουρκία απέκτησε καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας πριν από 14 ολόκληρα χρόνια. Από το 2005 έως σήμερα, από τα 34 διαπραγματευτικά κεφάλαια της ενταξιακής διαδικασίας έχει κλείσει μόνον ένα. Και τα περισσότερα από τα μισά κεφάλαια δεν έχουν ακόμα καν ανοίξει. Ενώ στα χρόνια που μεσολάβησαν η Ένωση έχει διευρυνθεί με άλλα κράτη και των δυτικών Βαλκανίων συμπεριλαμβανομένων.
Ταυτόχρονα, πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, πολύ πρόσφατα και το ίδιο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπέμπουν ένα αρνητικό μήνυμα προς την Άγκυρα. Λόγω της μη συμμόρφωσής της με τις ενταξιακές προϋποθέσεις και προαπαιτούμενα, η διαδικασία ένταξης κινδυνεύει να διακοπεί οριστικά και η Τουρκία να μη γίνει πλήρες μέλος της ΕΕ.
Όσο οι σχέσεις Τουρκίας και Ευρώπης παραμένουν δύσκολες, το μέλλον τους παραμένει αβέβαιο. Δομικό εμπόδιο, μεταξύ άλλων, είναι η έντονη διαφορά αντίληψης περί δημοκρατίας, που επικρατεί στα δύο μέρη της δύσκολης εξίσωσης των ευρω-τουρκικών σχέσεων. Από τη μια πλευρά, μια κοινότητα δημοκρατικών κρατών που τα ενώνει η κοινή αντίληψη και πίστη για πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες. Aπό την άλλη, μια χώρα που από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα έχει υποστεί πέντε πραξικοπήματα και τώρα βιώνει ένα ιδιότυπο καθεστώς για το οποίο υπάρχουν έντονες ευρωπαϊκές επιφυλάξεις για το κράτος δικαίου, για φυλακίσεις και διώξεις, για πολιτική ανάμειξη στο έργο της Δικαιοσύνης και αυθαίρετα μέτρα που περιορίζουν την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και την πρόσβαση στην ενημέρωση.
Με αυτά τα δεδομένα, ποια μπορεί να είναι η στάση της Ελλάδας;
Η θέση της χώρας μας είναι υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, στη βάση της αρχής «πλήρης συμμόρφωση, για πλήρη ένταξη». Πιστεύουμε ότι αυτή η θέση υπηρετεί τα ελληνικά, τα ευρωπαϊκά αλλά και τα τουρκικά συμφέροντα. Είναι μια πολιτική κινήτρων και κυρώσεων προκειμένου η Τουρκία να «κοινωνικοποιηθεί» ευρωπαϊκά αλλά και να αντιμετωπισθούν τα ελληνοτουρκικά προβλήματα μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Η πολιτική αυτή άλλωστε όταν συνελήφθη υπηρετούσε και την ανάγκη περιφερειακής ασφάλειας και σταθερότητας.
Για την Ελλάδα αυτή η πολιτική παραμένει σταθερή επιλογή της εξωτερικής της πολιτικής.
Ταυτόχρονα με αυτή την παραδοχή οφείλουμε όμως να δούμε και την πραγματικότητα κατά πρόσωπο.
Με τα σημερινά δεδομένα, τι ελπίδες έχει αυτή η πολιτική να παράγει τους καρπούς τους οποίους επεδίωκε όταν είχε διαμορφωθεί; Ας είμαστε ρεαλιστές. Δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια προσδοκιών, αλλά ούτε και μπορεί να αλλάξει η θεμελιώδης αυτή στάση της Ελλάδας.
Θα πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε μια νέα προσέγγιση που και να υπηρετεί την ανάγκη, αλλά και να συμβαδίζει με τα δεδομένα. Μια πρόταση είναι να συγκρατηθεί ο μηχανισμός κινήτρων και κυρώσεων αλλά να προσαρμοσθεί, να ενταχθεί σε ένα άλλο θεσμικό πλαίσιο. Ένα τέτοιο πλαίσιο που φαίνεται να δίνει αυτή τη δυνατότητα είναι η αναθεωρημένη τελωνειακή ένωση Τουρκίας – ΕΕ.
Η Τουρκία χρειάζεται την οικονομική συνεργασία και επιδιώκει στενούς δεσμούς με την ΕΕ, καθώς η οικονομία της εξαρτάται από την Ευρώπη σε μεγάλο βαθμό που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Το ίδιο ισχύει και από πλευράς ΕΕ. Αυτό αποτελεί ένα δεδομένο που μπορεί να αξιοποιηθεί δημιουργικά. Να ενταχθεί στην αναθεωρημένη τελωνειακή ένωση σαφής αιρεσιμότητα που να αφορά στον σεβασμό από την Τουρκία της δημοκρατικής διακυβέρνησης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του σεβασμού του διεθνούς δικαίου και των σχέσεων καλής γειτονίας.
Μπορεί λοιπόν να μελετηθεί σοβαρά και από την ελληνική πλευρά μια τέτοια επιλογή, καθώς φαίνεται να αποτελεί μια σημαντική διέξοδο προκειμένου να παραμείνουν λειτουργικές οι σχέσεις Τουρκίας – ΕΕ, κάτι το οποίο πραγματικά επιθυμεί η Ελλάδα και σταθερά υποστηρίζει η Νέα Δημοκρατία.
Γιώργος Κουμουτσάκος
Βουλευτής Β Αθηνών Τομεάρχης Εξωτερικών ΝΔ