Άρθρο στην ειδική έκδοση του Economist “Ο κόσμος το 2020”.
Το μεταναστευτικό/προσφυγικό αποτελεί και θα συνεχίσει να αποτελεί κυρίαρχο ζήτημα στη διεθνή ατζέντα του 21ου αιώνα.
Η περιφερειακή αστάθεια, οι οικονομικές ανισότητες κρατών και περιοχών, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι νέες δυνατότητες επικοινωνίας αποτελούν παράγοντες που συμβάλουν στην έξαρση του φαινομένου.
Η ΕE λόγω της σταθερότητας, της ευμάρειας, της εξελιγμένης κοινωνικής δομής και της δημοκρατικής τους λειτουργίας, δηλαδή λόγω του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, αποτελούν “φάρο” και προορισμό για τους μετακινούμενους πληθυσμούς.
Ειδικότεροι γεωπολιτικοί παράγοντες όπως οι εξελίξεις στη Συρία, η κατάσταση στη Λιβύη και σε χώρες της βόρειας Αφρικής, η πρόθεση της Τουρκίας να χρησιμοποιεί το πράγματι μεγάλο προσφυγικό-μεταναστευτικό βάρος που επωμίζεται, ως “εργαλείο” για την επιδίωξη δικών της γεωστρατηγικών στόχων στην ευρύτερη περιοχή, επιτείνουν το τελευταίο διάστημα την ένταση της μεταναστευτικής πίεσης στη Μεσόγειο, ειδικότερα όμως στο ανατολικό τμήμα της.
Σε αυτό το περιβάλλον καμία χώρα δεν μπορεί να ανταπεξέλθει μόνη της. Είναι επείγον να υπάρξει μια κοινή Ευρωπαϊκή στρατηγική για τη μετανάστευση και το άσυλο που να εφαρμόζεται σε τουλάχιστον δύο επίπεδα.
Το πρώτο αφορά στην αντιμετώπιση – διαχείριση του διογκούμενου κύματος εισροών μέσω ενός πλέγματος πολιτικών άμεσης εφαρμογής όπως:
- Η καλύτερη προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων, μέσα από έναν κοινό μηχανισμό που θα αξιοποιεί όλο το εύρος των δυνατοτήτων της Ένωσης.
- Ένα λειτουργικό και δίκαιο σύστημα ασύλου που να στηρίζεται ισομερώς στις αρχές της αλληλεγγύης και της υπευθυνότητας, με αποτελεσματικό σύστημα μετεγκαταστάσεων που θα ανακατανέμει αναλογικά το βάρος το οποίο υφίστανται σήμερα τα ευρωπαϊκά σύνορα, καθώς είναι οι χώρες της πρώτης γραμμής και, ως πύλες εισόδου στην Ένωση, δέχονται τη μεγαλύτερη μεταναστευτική πίεση.
- Επαρκής στήριξη των χωρών που πλήττονται, όπως είναι πρωτίστως η Ελλάδα, και χρηματοδότηση για τις απαιτούμενες υποδομές, υπηρεσίες και δράσεις.
- Αποτελεσματικό σύστημα κοινών ευρωπαϊκών επιστροφών, όπως προτείνει η χώρα μας, προκειμένου να αξιοποιηθεί το διεθνές πολιτικό και οικονομικό ειδικό βάρος που έχει η ΕΕ και να ασκηθεί πολιτική κινήτρων και αντικινήτρων στις χώρες προέλευσης, ώστε αυτές να δεχθούν τους πολίτες τους που παράνομα βρέθηκαν σε ευρωπαϊκό έδαφος.
- Πρόβλεψη για ισχυρή χρηματοδότηση μεταναστευτικών πολιτικών στο νέο ευρωπαϊκό Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (MFF).
Το δεύτερο αφορά στον περιορισμό των παραγόντων που ευνοούν τις συνθήκες της έξαρσης του φαινομένου. Δηλαδή:
- Ενεργότερη Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Ασφάλειας προκειμένου να μπορεί η ΕΕ να παρεμβαίνει ουσιαστικά στην προώθηση της ειρήνης.
- Καλύτερη αξιοποίηση της αναπτυξιακής βοήθειας με σκοπό καλύτερες συνθήκες ζωής στις χώρες μεταναστευτικής προέλευσης.
- Πολιτικές που θα περιορίζουν την κλιματική αλλαγή, η οποία αποτελεί έναν επιπρόσθετο παράγοντα μεταναστευτικής ώθησης.
- Ανάπτυξη νόμιμων οδών αυστηρά ελεγχόμενης μετανάστευσης που θα μπορέσουν, στοχευμένα, να καλύψουν το δημογραφικό κενό της Ευρώπης τα επόμενα χρόνια, να ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη και τα ασφαλιστικά συστήματα χωρίς να δημιουργούν αναστάτωση στις κοινωνίες οι οποίες εύλογα ανησυχούν και αντιδρούν υπό την πίεση ενός σχεδόν ανεξέλεγκτου φαινομένου.
Αποτελεί επείγουσα ανάγκη της ΕΕ να διαχειριστεί αποτελεσματικά την εξέλιξη του μεταναστευτικού καθώς αυτή μπορεί να λειτουργεί αποσταθεροποιητικά κοινωνικά και, κατ´επέκτασιν, πολιτικά. Το μεταναστευτικό δοκιμάζει ήδη τη συνοχή της ΕΕ και εάν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα θα την πλήξει καίρια.
Είναι θετικό λοιπόν, ότι η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό την Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, έχει θέσει το θέμα ως προτεραιότητα της θητείας της. Μένει να δούμε πως η πρόθεση θα γίνει πράξη. Το 2020 θα είναι χρονιά κρίσιμων αποφάσεων.
Από τη δική της πλευρά, η ελληνική κυβέρνηση, αντιμέτωπη με μια μεγάλη έξαρση των μεταναστευτικών ροών από την Τουρκία, κινείται σε δύο επίπεδα: Στο επιχειρησιακό-εσωτερικό και στο διεθνές.
Στο εσωτερικό με μια πολιτική δημοκρατικής αυστηρότητας που επιδιώκει να θέσει υπό στιβαρό έλεγχο την κατάσταση. Συνδυάζει μέτρα για την προστασία των συνόρων, την -με νόμο και ενίσχυση των υπηρεσιών- επιτάχυνση των διαδικασιών ασύλου, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με ταυτόχρονη ενδυνάμωση του αισθήματος ασφαλείας των πολιτών. Μια πολιτική που στηρίζει τους Έλληνες των συνόρων σε συνδυασμό με την ανάγκη επίδειξης έμπρακτης εσωτερικής-εθνικής αλληλεγγύης από τις άλλες περιοχές της χώρας.
Όσον αφορά στη διεθνή πτυχή, η ευθύνη της οποίας μου έχει ανατεθεί, εφαρμόζοντας μια συγκεκριμένη στρατηγική διεθνοποίησης, συνεργαζόμαστε με εταίρους και συμμάχους για τη διαμόρφωση νέων πολιτικών που θα υπηρετούν καλύτερα τις εθνικές και ευρωπαϊκές προτεραιότητες.
Παρεμβαίνουμε ουσιαστικά στην εν εξελίξει διαπραγμάτευση για τη διαμόρφωση της νέας ευρωπαϊκής πολιτικής για το μεταναστευτικό. Θέτουμε ως προϋπόθεση την αλληλεγγύη στις χώρες πρώτης γραμμής, όπως είναι η Ελλάδα, για να αντιμετωπισθεί η κοινή ευρωπαϊκή πρόκληση.
Δημιουργούμε νέα πεδία διεθνούς συνεργασίας μέσα από συστηματικές επαφές που επιτυγχάνουν την κατανόηση των ανησυχιών και των θέσεών μας και συμβάλουν στην επίτευξη των εθνικών στόχων.
Προχωρήσαμε σε πρωτοβουλία Ελλάδας-Κύπρου-Βουλγαρίας για να φέρουμε στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος το μεταναστευτικό μέτωπο της ανατολικής Μεσογείου. Δίνουμε ιδιαίτερη βαρύτητα, με κατάθεση συγκεκριμένων προτάσεων, στην ανάγκη ύπαρξης ενός αποτελεσματικού ευρωπαϊκού μηχανισμού επιστροφών – επαναπατρισμών σε τρίτες χώρες καταγωγής ή προέλευσης.
Στο μείζον ζήτημα των ασυνόδευτων ανηλίκων, βρίσκεται σε εξέλιξη ελληνική πρωτοβουλία για διεξαγωγή διεθνούς διάσκεψης στην Αθήνα.
Για την Ελλάδα, η αντιμετώπιση του προσφυγικού/μεταναστευτικού συνιστά πρόκληση εθνικών διαστάσεων. Για αυτό είναι ζωτικής σημασίας να απεμπλακεί από μικροπολιτικές αντιπαραθέσεις, επικίνδυνες υπεραπλουστεύσεις, ιδεοληπτικές εμμονές και δηλητηριώδεις λαϊκισμούς.
Είναι υποχρέωση όλων μας απέναντι σε ένα ζήτημα το οποίο μπορεί να επηρεάσει την πορεία της χώρας όχι μόνον το 2020, αλλά και τα επόμενα χρόνια.