Ο Βουλευτής Β’ Αθηνών και Τομεάρχης Εξωτερικών της Νέας Δημοκρατίας κ. Γιώργος Κουμουτσάκος ήταν σήμερα μεταξύ των ομιλητών σε εκδήλωση του ΕΛΙΑΜΕΠ με τίτλο «Η Προστιθέμενη Γεωπολιτική Αξία της Ελλάδας και οι Ελληνοαμερικανικές Σχέσεις: Προκλήσεις και Ευκαιρίες».
Ο κ. Κουμουτσάκος ανέφερε στην ομιλία του μεταξύ άλλων:
Στο ευρύτερο περιβάλλον γεωπολιτικής υπερθέρμανσης, ιδιαίτερο ρόλο και συμβολή έχει και η Τουρκία.
Η Τουρκία ήταν πάντα ένας δύσκολος γείτονας και ένας ιδιόμορφος σύμμαχος. Τα τελευταία χρόνια όμως μεταλλάσσεται και σε μια σταδιακά αποδυτικοποιούμενη χώρα. Αποκλίνει από σοβαρές, στρατηγικές επιλογές της Ατλαντικής Συμμαχίας και της ΕΕ. Οι σχέσεις της με το Ισραήλ βρίσκονται σε ιστορικό χαμηλό. Η Τουρκία αποκτά χαρακτηριστικά απρόβλεπτης, αναθεωρητικής περιφερειακής δύναμης. Εξελίσσεται έτσι σε αβέβαιο σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, ενώ η ενταξιακή της πορεία στην ΕΕ βρίσκεται σε κατάσταση βαθείας καταψύξεως. Η παραβατικότητα και η προκλητικότητά των ενεργειών της, τόσο έναντι της Ελλάδας όσο και της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει γίνει σχεδόν καθημερινή πρακτική.
Παρά αυτά τα χαρακτηριστικά που δημιουργούν προβληματισμό και ανησυχία, θα ήθελα εδώ να τονίσω ότι είναι προς το κοινό συμφέρον η Τουρκία να παραμείνει αγκυροβολημένη στη Δύση. Το πόσο μακρύ και γερό θα είναι το σχοινί αυτής της άγκυρας μένει να διαμορφωθεί.
Σημαντικές έχουν μεταβάλλει το γεωπολιτικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται και κινείται η χώρα μας. Και το ερώτημα είναι: Όλα αυτά ενισχύουν ή αποδυναμώνουν τη γεωστρατηγική της αξία;
Η απάντησή μου είναι ότι ναι, την ενισχύουν. Η γεωστρατηγική αξία και βαρύτητα της Ελλάδας είναι σήμερα αναβαθμισμένη.
Η Ελλάδα έχει αποκτήσει μια γεωπολιτική προστιθέμενη αξία που της δίνει τη δυνατότητα να ασκήσει ρόλο κομβικού κράτους στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια.
Είναι ένα σημείο σταθερότητας σε ένα κύκλο αστάθειας. Και αυτό δε συμβαίνει σήμερα, όπως επιδιώκει να παρουσιάσει η Κυβέρνηση. Αλλά τα τελευταία 45 χρόνια.
Η Ελλάδα, από τη Μεταπολίτευση, μετά και την ένταξή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια, είναι χώρα σταθερή και δημοκρατική, με οικονομία που, παρά την κρίση, παραμένει από τις σημαντικότερες στην ευρύτερη περιοχή. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι χώρα του “status quo” που θεμελιώνει την εξωτερική της πολιτική στον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και στην αρχή pacta sunt servanda.
Ξεχωριστή στρατηγική σημασία έχει η στέρεη, ουσιαστική και αποτελεσματική σχέση και συνεργασία μας με τις ΗΠΑ. Στοιχείο που αναδεικνύει και αξιοποιεί το μεγάλο γεωστρατηγικό πλεονέκτημα της Βάσης της Σούδας.
Η Ελλάδα έχει το γεωπολιτικό κεφάλαιο για να είναι και να διεκδικήσει με αξιώσεις το ρόλο του κομβικού κράτους σε μια περιοχή που μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε με έναν όρο που εισήγαγε πρόσφατα στην γεωστρατηγική συζήτηση της Δύσης, ο πρώην Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο W. Mitchel: the “Unquiet Frontier”.
Υπάρχει πράγματι αυξημένο ενδιαφέρον από τις ΗΠΑ στην περιοχή. Αυτό ανοίγει ισχυρές προοπτικές μιας ουσιαστικής σχέσης στρατηγικού χαρακτήρα της Ελλάδας, ως κομβικού κράτους στην περιοχή, και των ΗΠΑ.
Πρόθεση της ΝΔ, ως κυβέρνηση της χώρας, είναι να τη διευρύνει και να την εμβαθύνει, με έμφαση στην εξωτερική πολιτική, την άμυνα και την ασφάλεια, τις επενδύσεις, την ενέργεια και την τεχνολογία, αλλά και στον πολιτισμό και τις επαφές των δύο χωρών.
Για να είναι παραγωγική αυτή η στρατηγική συνεργασία, θα πρέπει να είναι εδραιωμένη σε τρεις αμοιβαιότητες:
αμοιβαίες αξίες
αμοιβαίος σεβασμός
αμοιβαίο συμφέρον.
Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας στρατηγικής σχέσης, Ελλάδα και ΗΠΑ μπορούν να συνεργαστούν για την εμπέδωση της σταθερότητας στα Βαλκάνια.
Δε θα αναφερθώ ιδιαίτερα στο θέμα των Σκοπίων γιατί οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών συνηγορούν στους έντονους προβληματισμούς της Νέας Δημοκρατίας.
Πεδίο άσκησης μιας συντονισμένης πολιτικής Αθήνας και Ουάσινγκτον θα μπορούσε να είναι η ενίσχυση της εν εξελίξει προσπάθειας Βελιγραδίου και Πρίστινα, για την εξεύρεση αμοιβαίας αποδεκτής λύσης στο ζήτημα του Κοσόβου.
Επίσης, Ουάσινγκτον και Αθήνα θα πρέπει να στείλουν ισχυρά μηνύματα και προς τα Τίρανα, ώστε να εγκαταλείψουν εθνικιστικές ρητορείες και πρακτικές που μπορούν να δυναμιτίσουν τις σχέσεις καλής γειτονίας, την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή και τελικά την ίδια την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας.
Αντίστοιχο, μήνυμα και ενέργειες πρέπει να γίνουν και προς την Άγκυρα, καθώς δε νοείται να προβάλλει casus belli έναντι άλλης συμμάχου χώρας στο ΝΑΤΟ. Ούτε μπορεί να συνεχίζεται η επιχειρησιακή ουδετεροποίηση του Αιγαίου στο πλαίσιο της Συμμαχίαςεπειδή η Τουρκία προβάλλει ανυπόστατες απαιτήσεις, τις οποίες το ΝΑΤΟ φαίνεται σιωπηρά να αποδέχεται μέσου του παρωχημένου και ξεπερασμένου από τα πράγματα Lunns ruling.
Θέλω να τονίσω ότι η ΝΔ πιστεύει στην ανάγκη του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Αλλά ενός ουσιαστικού και παραγωγικού διαλόγου που μπορεί να γίνει μόνο σε περιβάλλον απαλλαγμένο από προκλήσεις και πρακτικές έντασης, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου.
Ως προς τη Κύπρο, είναι σκόπιμο, να επανεξετασθεί με προσοχή από την Ουάσινγκτον, το θέμα της παλιάς υπόθεσης του εμπάργκο όπλων προς την Κυπριακή Δημοκρατία.
Στο πεδίο της αμυντικής συνεργασίας.
Η στρατηγική συνεργασία μπορεί να επικεντρωθεί στη δυνατότητα συμμετοχής των ΗΠΑ σε περιφερειακά σχήματα αμυντικής συνεργασίας, στα οποία είναι μέρος η Ελλάδα.
Σημαντικός είναι ο εμπλουτισμός της συμφωνίας αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας (Mutual Defense Cooperation Agreement). Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ενισχυθούν και να αξιοποιηθούν περαιτέρω και προς αμοιβαίο όφελος τα μεγάλα επιχειρησιακά πλεονεκτήματα της Βάσης της Σούδας.
Αντίστοιχη ενίσχυση συνεργασίας είναι απαραίτητη και στα θέματα εσωτερικής ασφάλειας και καταπολέμησης της τρομοκρατίας.
Εννοείται ότι ενίσχυση της συνεργασίας Ελλάδας και ΉΠΑ πρέπει να γίνει και στους ζωτικούς τομείς των επενδύσεων, του εμπορίου, του τουρισμού, και βεβαίως της ενέργειας. Είναι επίσης απαραίτητη η ενίσχυση της συνεργασίας σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, με την ενίσχυση των επαφών μεταξύ της Βουλής των Ελλήνων και του Κογκρέσου των ΗΠΑ.
Σε επόμενο, αλλά όχι μακρινό στάδιο, θα πρέπει να εξετασθεί η θεσμοθέτηση τακτικών συναντήσεων σε ένα σχήμα που να παραπέμπει στο μοντέλο των ανώτατων συμβουλίων συνεργασίας, που διατηρεί η Ελλάδα με άλλες χώρες.
Πιστεύω ότι τόσο η γεωστρατηγική αξία της Ελλάδας στη δύσκολη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, όσο και η διεύρυνση και εμβάθυνση της στρατηγικής μας σχέσης με τις ΗΠΑ—στην οποία ουσιαστική συμβολή μπορεί να έχει η ελληνική ομογένεια— έχουν μπροστά τους ένα θετικό μέλλον. Έναν ανοιχτό ορίζοντα αμοιβαίου οφέλους.