Όπως και πριν από τις ευρωεκλογές, έτσι και μετά από αυτές, δεν συζητήθηκε στη χώρας μας, παρά ελάχιστα, η νέα πολιτική πραγματικότητα, που διαμορφώνεται στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Βεβαίως, δεν συνέβη η μεγάλη ανατροπή, που από πολλούς παρατηρητές αναμενόταν. Δεν ενδυναμώθηκαν δηλαδή σε όλες τις χώρες-μέλη τα ακροδεξιά λαϊκιστικά εθνικιστικά κόμματα, παρά μόνον στην Ιταλία και τη Βρετανία, καθώς στη Γαλλία το Εθνικό Μέτωπο δεν ξεπέρασε τα προηγούμενα ποσοστά του. Όμως, στη χώρα αυτή υπήρξε καταβαράθρωση των δύο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας της Κεντροδεξιάς και των Σοσιαλιστών υπέρ του Κόμματος των Πρασίνων.
Το τελικό αποτέλεσμα στο ευρωπαϊκό επίπεδο είναι ότι οι δύο πολιτικές δυνάμεις, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, που δημιούργησαν τη σημερινή Ευρώπη με όλα τα θετικά και τα αρνητικά της στοιχεία, δεν αποτελούν πλέον πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η ένταξη του Κόμματος του Εμ. Μακρόν στην ευρωπαϊκή ομάδα των φιλελευθέρων αυξάνει σημαντικά τη δύναμή της, πράγμα που την κάνει απαραίτητη, όταν πρόκειται να αποφασιστούν οι κρίσιμες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δηλαδή, οι θέσεις του Προέδρου της Επιτροπής, του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ύπατου Εκπροσώπου της Ε.Ε. για την Εξωτερική Πολιτική.
Αυτή η εξέλιξη προσφέρει μεγαλύτερη δυνατότητα επιρροής στη Γαλλία για την επιλογή όλων αυτών των αξιωμάτων. Ήδη, για τη θέση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ο Γάλλος Πρόεδρος προτείνει τη Γερμανίδα Καγκελάριο κα Μέρκελ.
Προφανώς, η επιλογή των προσώπων που θα καταλάβουν τις κρίσιμες θέσεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο αντανακλούν τις πολιτικές (και εθνικές) ισορροπίες που διαμορφώθηκαν μετά τις ευρωεκλογές. Φαίνεται ότι η σκληρή και άκαμπτη στάση των βορείων κρατών-μελών με επικεφαλής τη Γερμανία να μην είναι πλέον κυρίαρχη στην Ευρώπη, όπως ήταν κατά την περίοδο της μεγάλης κρίσης.
Η διαμάχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την Ιταλική Κυβέρνηση για το ζήτημα του δημοσιονομικού ελλείμματος και της αυστηρής τήρησης του «Συμφώνου Σταθερότητας», θεωρείται ότι θα λήξει με κάποιας μορφής συμβιβασμό, που θα επιτρέπει μια σχετική ευελιξία. Παράλληλα, η πρόταση του Μακρόν για ενίσχυση των πόρων του Κοινοτικού Προϋπολογισμού που θα προικοδοτήσει ένα δημοσιονομικό μέσο στο πλαίσιο της Ευρωζώνης σε περιπτώσεις νέων δυσκολιών μιας χώρας – μέλους, εκτιμάται ότι θα έχει καλλίτερη τύχη, καθώς ενδυναμώνεται η γαλλική επιρροή.
Προκειμένου να απαντήσουν στα σημερινά προβλήματα των ανισοτήτων, που διερευνήθηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης και της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, τόσο η ΕΕ, όσο και τα κράτη-μέλη υπολογίζεται ότι θα ακολουθήσουν μια λιγότερο αυστηρή οικονομική διαχείριση. Γενικότερα, θα πρέπει να αναμένεται μια περισσότερο αναπτυξιακή διαχείριση των δημοσιονομικών και νομισματικών εργαλείων που διαθέτουν τόσο τα κράτη-μέλη, όσο και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στο πλαίσιο αυτό, ίσως, γίνεται κάπως ευκολότερη και η διαπραγμάτευση της μείωσης του ποσοστού 3,5% του ΑΕΠ του πρωτογενούς πλεονάσματος που έχει συμφωνηθεί για την Ελλάδα μέχρι το 2022. Με πολιτική δεξιοτεχνία και κατάλληλες συμμαχίες, η μελλοντική Ελληνική Κυβέρνηση, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη μπορεί να πετύχει αυτό το στόχο, έχοντας πρώτα εφαρμόσει ένα κύμα μεταρρυθμίσεων που θα λειτουργεί αναπτυξιακά για την οικονομία. Παράλληλα, μπορεί και πρέπει να ενισχύσει τις προσπάθειες για μια πιο ισορροπημένη Ευρωζώνη με τη δημιουργία ενός δημοσιονομικού μέσου, όπως προτείνει η Γαλλία πράγμα που συμφέρει πρωτίστως την Ελλάδα.
Άρθρο στην ιστοσελίδα inlaw.gr