Άρθρο στην “Αμαρυσία”
Επαναλαμβάνεται, σωστά, ότι το μεταναστευτικό δεν είναι ελληνικό πρόβλημα ούτε πρόκληση που αφορά μόνον την Ελλάδα, αλλά όλη την Ευρώπη. To απέδειξαν άλλωστε τα γεγονότα του περασμένου Μαρτίου στον Έβρο.
Η Τουρκία χρησιμοποίησε τη μεγάλη δεξαμενή μεταναστών και προσφύγων που βρίσκεται στο έδαφός της σαν πολιορκητικό κριό για να επιτύχει γεωπολιτικά οφέλη και στόχους εξωτερικής πολιτικής. Επιχείρησε να το πράξει ασκώντας εκβιασμό στην ΕΕ με τη μαζική παραβίαση των ελληνικών συνόρων.
Επρόκειτο για μια υβριδικής μορφής απειλή για την εθνική μας ασφάλεια. Απέτυχε λόγω της σθεναρής στάσης μας. Κρατήσαμε αλώβητα τα σύνορά μας και τα σύνορα της Ευρώπης.
Η παρατηρούμενη έκτοτε ύφεση στις μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα μας είναι αποτέλεσμα της ενίσχυσης των δυνάμεων μας και των μέσων επιτήρησης και αποτροπής, καθώς και της έντασης των προσπαθειών των αντρών και γυναικών της Αστυνομίας και του Λιμενικού. Όμως, η μείωση αυτή δεν δικαιολογεί τον παραμικρό εφησυχασμό. Η Τουρκία δε θα διστάσει να ξαναπροσπαθήσει να «εργαλειοποιήσει» το μεταναστευτικό για την επιδίωξη ευρύτερων στρατηγικών στόχων της. Είμαστε σε διαρκή εγρήγορση.
Η Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας του 2016 δέχθηκε σοβαρό πλήγμα από την Τουρκία, η οποία άλλωστε δεν εφαρμόζει ούτε τις Συμφωνίες Επανεισδοχής με την Ελλάδα του 2001 και με την ΕΕ του 2014. Ζητάμε και εργαζόμαστε για προσαρμογές και αναθεωρήσεις αυτής της συμφωνίας, όπως:
- Την κατάργηση του γεωγραφικού περιορισμού από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ως προϋπόθεση για επιστροφή μεταναστών στην Τουρκία, όπως δυστυχώς είχε αποδεχθεί η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
- Την υπό αυστηρούς όρους Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση προς την Τουρκία, δηλαδή περισσότερη χρηματοδότηση για λιγότερες ροές και μειωμένη/καθόλου χρηματοδότηση για αυξημένες ροές.
- Την οργάνωση μεικτών επιχειρήσεων επιτήρησης στην ξηρά και κατά μήκος των τουρκικών ακτών από τη FRONTEX και το τουρκικό λιμενικό και τη στρατοχωροφυλακή.
Η τουρκική διάσταση της μεταναστευτικής πρόκλησης που αντιμετωπίζουν Ευρώπη και Ελλάδα είναι ιδιαίτερα σοβαρή. Αλλά δεν είναι μόνον αυτή. Η ευρύτερη περιοχή μας βρίσκεται σε περιβάλλον οικονομικής ανέχειας, παράγει εντάσεις, κρίσεις ακόμα και συγκρούσεις. Αυτή η προβληματική κατάσταση «θρέφει» τις μεταναστευτικές μετακινήσεις προς την Ευρώπη. Όλοι τώρα ξέρουν ότι οι αιτίες και οι ρίζες του μεταναστευτικού φαινομένου βρίσκονται εκτός συνόρων, όπως άλλωστε και η στήριξη που χρειάζεται η χώρα μας για να το αντιμετωπίσει.
Για αυτόν τον λόγο η Ελλάδα έχει διαμορφώσει συμμαχίες εντός και εκτός Ευρώπης.
Αυτό πράξαμε εγκαίρως με την Βουλγαρία και την Κύπρο όταν καταθέσαμε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κοινό κείμενο που υπογράμμιζε τη σοβαρότητα της Ανατολικής Μεσογείου ως του πιο ευπαθούς και ευάλωτου «μεταναστευτικού» μετώπου της Ευρώπης.
Συμμαχία έχουμε διαμορφώσει – μάλιστα ως πρωταγωνιστές – μαζί με τις άλλες τέσσερις μεσογειακές χώρες πρώτης γραμμής, Ισπανία, Ιταλία, Μάλτα και Κύπρο. Οι «5» έχουμε καταθέσει κείμενο με τις βασικές προτεραιότητες και επιδιώξεις μας για την ευρωπαϊκή Πολιτική Μετανάστευσης και Ασύλου. Συνοψίζονται ως εξής:
- Οι χώρες πρώτης γραμμής πρέπει να τύχουν δίκαιης κατανομής του μεταναστευτικού βάρους που φέρουν. Γι’ αυτό ζητούμε μηχανισμό υποχρεωτικής μετεγκατάστασης αιτούντων άσυλο σε όλα τα κράτη-μέλη.
- Κοινός ευρωπαϊκός μηχανισμός επιστροφών. Η Ελλάδα έχει καταθέσει από τον Δεκέμβριο του 2019 συγκεκριμένες προτάσεις.
- Το νέο σύστημα ασύλου θα πρέπει να θεμελιώνεται στο σεβασμό των δικαιωμάτων, ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να εμποδίζει την καταχρηστική εκμετάλλευση των διαδικασιών.
- Αναγνώριση της ιδιαιτερότητας και των αυξημένων απαιτήσεων για τη διαχείριση των θαλασσίων συνόρων.
- Δεν μπορούμε να δεχθούμε υποχρεωτικές διαδικασίες υποδοχής και εξέτασης ασύλου στα εξωτερικά σύνορα των κρατών-μελών πρώτης γραμμής, χωρίς αυτό να αντισταθμίζεται με τη θεσμοθέτηση αντίστοιχης υποχρεωτικής αλληλεγγύης με δίκαιο επιμερισμό του βάρους και με την ανάλογη μετεγκατάσταση αιτούντων άσυλο στα υπόλοιπα κράτη-μέλη. Θεμελιώδης διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας είναι ότι «τίποτα δε θα είναι υποχρεωτικό εάν δεν είναι όλα υποχρεωτικά».
- Διασύνδεση της εσωτερικής και εξωτερικής διάστασης της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ με συνεργασίες με τρίτα κράτη.
Πέραν αυτών, η Ελλάδα έχει ζητήσει και προτείνει με συγκεκριμένες προτάσεις τη διαμόρφωση ενός στιβαρού και αποτελεσματικού μηχανισμού για την καταπολέμηση των δικτύων των λαθροδιακινητών, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της παράνομης μετανάστευσης. Αυτήν την «ραχοκοκαλιά παρανομίας» είναι υποχρέωσή μας να συνεργαστούμε όλα τα κράτη-μέλη της Ένωσης για να την «σπάσουμε». Χωρίς τους διακινητές η παράνομη μετανάστευση δεν μπορεί να λειτουργήσει. Ακριβώς για αυτόν το λόγο ενισχύουμε τη συνεργασία μας με την FRONTEX, την Europol και την Interpol.
Η Ελλάδα, όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, είναι διαρκώς δραστήρια και παρεμβατικά παρούσα στην Ευρώπη, με συγκεκριμένη στρατηγική, συμμαχίες και προτάσεις.
Μια ακόμα πρωτοβουλία, που έχει προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον, είναι η πρόταση που καταθέσαμε πρόσφατα με την Βουλγαρία και την Κύπρο. Μετά τα γεγονότα του Έβρου τίποτα πια δεν είναι το ίδιο. Προτείνω λοιπόν να συμπεριληφθεί στη νέα ευρωπαϊκή Πολιτική μια ειδική «ρήτρα ευελιξίας» που θα εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνον σε εξαιρετικές και ακραίες καταστάσεις μεταναστευτικών κρίσεων, όπως αυτή που αντιμετώπισαν η Ελλάδα και η Ευρώπη στον Έβρο. Τι λέει συγκεκριμένα αυτή η θέση;
Όταν ένα κράτος-μέλος βρίσκεται αντιμέτωπο με καταστάσεις καταφανώς ακραίες, που ξεπερνούν τις δυνατότητές του στο πλαίσιο των προβλεπομένων για ομαλές συνθήκες ρυθμίσεων, θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει τα αναγκαία και κατάλληλα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους. Εννοείται ότι αυτό θα συμβαίνει εντός του ευρύτερου θεσμικού πλαισίου του διεθνούς δικαίου και του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Σκοπός μας είναι να προστατεύεται και το κράτος δικαίου αλλά και η χώρα εκείνη που αντιμετωπίζει προβλήματα ακόμα και εθνικής ασφάλειας, όπως η Ελλάδα τον περασμένο Μάρτιο. Τότε όλοι συνεχάρησαν τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, την Κυβέρνηση, την Ελλάδα. Μάλιστα, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μάς αποκάλεσε «Ασπίδα της Ευρώπης».
Ωστόσο, από διάφορους κύκλους με «δικαιωματιστικά» αντανακλαστικά, ασκήθηκε κριτική στην Ελλάδα ακριβώς γιατί λειτούργησε ως ασπίδα της Ευρώπης, προστατεύοντας ζωτικά της συμφέροντα.
Εδώ υπάρχει, το λιγότερο, αντίφαση για να μην πω «φαρισαϊσμός». Δεν μπορεί η Ελλάδα να είναι ενθουσιωδώς αποδεκτή ως «ασπίδα» και ταυτόχρονα να καθίσταται υπόλογη. Η υποκρισία πρέπει να τελειώσει.
Αυτές είναι εν συντομία οι θέσεις μας ενόψει της μεγάλης και δύσκολης διαπραγμάτευσης για τη νέα ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης και ασύλου, στην οποία αναμένεται να αντιπαρατεθούν τρεις αντιλήψεις: της υποχρεωτικής ισχυρής αλληλεγγύης, της ευέλικτης αλληλεγγύης και της ανεπαρκούς αλληλεγγύης.
Η διεθνής δράση μας στο μεταναστευτικό δεν εξαντλείται όμως μόνο στην ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση.
Επεκτείνεται και στην αναζήτηση υποστήριξης σε διμερές επίπεδο, είτε αυτό αφορά πρόσθετη οικονομική ενίσχυση, είτε αποτελεσματικές επιστροφές σε τρίτες χώρες, είτε μετεγκατάσταση ασυνόδευτων ανηλίκων αιτούντων άσυλο.
Έχουμε προχωρήσει σε τέτοιες μορφές συνεργασίας με τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, το Ην. Βασίλειο, την Ελβετία, τη Νορβηγία, τη Δανία, τη Σλοβενία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, τη Φινλανδία, τη Λιθουανία, την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, τη Σερβία και άλλες.
Ιδιαίτερα ουσιαστική είναι και η καθημερινή συνεργασία μας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον ΔΟΜ, την Ύπατη Αρμοστεία Προσφύγων (UNHCR), τη FRONTEX, και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ασύλου (EASO). Με την τελευταία υπογράφηκε και πρόσφατα κυρώθηκε Συμφωνία Έδρας, ενώ οριστικοποιούνται αντίστοιχες συμφωνίες με την UNHCR και τον ΔΟΜ.
Η Ελλάδα έχει διαμορφώσει και αναπτύσσει μια πλήρη διεθνή και ευρωπαϊκή στρατηγική στα θέματα μετανάστευσης και ασύλου. Το πράττει με σχέδιο, επιμονή και προσήλωση στο στόχο που είναι διττός:
- η προστασία των συμφερόντων της και η προβολή των προτεραιοτήτων, των αναγκών και των θέσεων της.
- Η ανάδειξή της σε μια χώρα αναφοράς για τα θέματα μετανάστευσης που, όπως έχει τονίσει ο ΟΗΕ, θα είναι στη κορυφή της ημερήσιας διάταξης της διεθνούς πολιτικής για τον 21ο αιώνα.
Αυτή είναι η προσπάθεια και η φιλοδοξία μας.
Πιστεύω ότι θα το πετύχουμε.