Συνέντευξη στην εφημερίδα Παραπολιτικά, το ένθετο Strategies & politics και τον δημοσιογράφο Λάμπρο Καλαρρύτη
Ποια είναι η άποψή σας για τη συζήτηση ΜΟΕ με την Τουρκία εν μέσω προεκλογικής περιόδου;
Τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης είναι ένα σημαντικό εργαλείο προσέγγισης των δύο χωρών. Έχουν υπογραφεί τέτοια Μέτρα που όμως η Τουρκία είτε τα εφαρμόζει αποσπασματικά, είτε δεν τα εφαρμόζει καν. Συνεπώς αυτό το οποίο χρειαζόμαστε πρωτίστως είναι η εφαρμογή από την Τουρκία των ΜΟΕ και όχι πολλαπλασιασμός τους. Χρειαζόμαστε ουσία στις διμερείς μας σχέσεις, όχι άλλες εντυπώσεις, ότι δήθεν τα πράγματα πηγαίνουν στη σωστή κατεύθυνση. Χρειάζεται συνεπώς πρώτα να γίνει μια καταγραφή των Μέτρων που ισχύουν και του τρόπου εφαρμογής τους από την Τουρκία. Και όταν διαπιστωθεί ότι τα εφαρμόζει τότε μπορούμε να προσθέσουμε και νέα. Διαφορετικά δεν έχει νόημα αυτή η συζήτηση. Ειδικά τώρα προεκλογικά. Η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί να προβεί σε κινήσεις που θα δεσμεύουν την επόμενη σε σημαντικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Πέραν όλων των άλλων και για το ότι η άλλη πλευρά θα γνωρίζει ότι τα δεδομένα θα αλλάξουν. Εγκαίρως το είχα επισημάνει στην Κυβέρνηση, και στο τελευταίο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής. Τα όσα ακολούθησαν επιβεβαίωσαν την ορθότητα της θέσης μας.
Ο στρατηγικός διάλογος με τις ΗΠΑ εξελίσσεται, κατά τη γνώμη σας σε σωστό, ολοκληρωμένο πλαίσιο; Υπάρχουν ζητήματα που θα πρέπει να συμπεριληφθούν και ενδεχομένως δεν περιλαμβάνονται στην ατζέντα ή δεν τους δίνεται η αναγκαία βαρύτητα;
Η πρώτη φορά που έγινε δημόσια λόγος για στρατηγική συνεργασία Ελλάδας ΗΠΑ ήταν το 2005, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του τότε Υπουργού Εξωτερικών Πέτρου Μολυβιάτη στην Ουάσιγκτον και των συζητήσεων που είχε με την Κοντολίζα Ράις. Από τότε οι Ελληνο-αμερικανικές σχέσεις πέρασαν διάφορες περιόδους. Είναι ευτυχές που τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ ανακάλυψε έστω και με μεγάλη καθυστέρηση την Αμερική. Η ανάπτυξη της στρατηγικής σχέσης είναι μια θετική εξέλιξη. Αυτό πάντα πιστεύαμε. Ως κυβέρνηση θα εργασθούμε για την περαιτέρω διεύρυνση και εμβάθυνσή της. Θεωρώ αυτονόητο ότι η σχέση αυτή θεμελιώνεται σε τρεις «αμοιβαιότητες»: Αμοιβαίο σεβασμό. Αμοιβαία συμφέροντα. Αμοιβαία οφέλη. Επιπλέον πιστεύω ότι η σχέση αυτή πρέπει να είναι πολυδιάστατη και όχι μονοδιάστατη. Η συνεργασία στον τομέα της άμυνας, αν και ιδιαίτερα κρίσιμης σημασίας, δεν θα πρέπει να κυριαρχήσει στις σχέσεις μας με τη ισχυρότερη δημοκρατία του κόσμου. Η οικονομία, η ενεργεία, η τεχνολογία, ο πολιτισμός και βεβαία η ομογένεια είναι τομείς πρώτης προτεραιότητας. Αλλά και τουρισμός και οι υποδομές. Η συνεργασία μεταξύ των πανεπιστημίων. Όλα αυτά κάνουν τη σχέση αυτή ευρεία, ισορροπημένη και πολυδιάστατη. Μια σχέση προς όφελος των δύο φίλων λαών.
Η συνεργασία Ελλάδας Κύπρου Ισραήλ αποκτά μόνιμα και στρατηγικά χαρακτηριστικά ή υπόκειται ακόμα σε πιθανές μεταβολές σχέσεων και συσχετισμών;
Θα ήταν αφοριστικό να πούμε ότι μεταβολές δεν μπορούν να υπάρξουν μεσοπρόθεσμα. Όμως αυτό δεν αποστερεί από την τριμερή συνεργασία τη μεγάλη σημασία της. Εξάλλου η Νέα Δημοκρατία την είχε θεμελιώσει, ακριβώς εντοπίζοντας τη δυναμική η οποία θα μπορούσε να αναπτυχθεί και τελικά πράγματι αναπτύχθηκε. Σήμερα η στενή αυτή σχέση έχει εδραιωθεί. Αποτελεί υπόδειγμα συνεργασίας και όχι μόνον για την ευρύτερη περιοχή. Και κυρίως αποφέρει καρπούς. Αλλάζει τα δεδομένα και τις ισορροπίες σε σχέση με το παρελθόν για τη χώρα μας. Ενισχύει τον ρόλο της ως κομβικού κράτους στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι επιπτώσεις της Συμφωνίας των Πρεσπών, επιζήμιας κατά την άποψη της ΝΔ, της αντιπολίτευσης συνολικά και κυρίως της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης, πως μπορούν να αμβλυνθούν εφόσον όπως λέτε δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τη Συμφωνία των Πρεσπών δέσμευσε τη χώρα σε έναν επιζήμιο συμβιβασμό. Αυτή είναι η πραγματικότητα, καθώς και ότιήδη η συμφωνία παράγει αποτελέσματα και τετελεσμένα. Δικό μας καθήκον είναι να αξιοποιήσουμε κάθε διπλωματική και πολιτική δυνατότητα που έχουμε εντός του πλαισίου του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου, των διεθνών συνθηκών και της αρχής «pacta sunt servanda» ώστε να αποτρέψουμε κάθε αρνητικό αντίκτυπο αυτής της συμφωνίας. Έχουμε στα χέρια μας ένα ισχυρό χαρτί που δεν είναι άλλο από τη συμμετοχή μας στην Ε.Ε. Ως κράτος μέλος έχουμε, και δεν πρόκειται να το απεμπολήσουμε, το δικαίωμα της αρνησικυρίας, δηλαδή του βέτο. Η ενταξιακή πορεία των Σκοπίων είναι μια μακρά διαδικασία 35κεφαλάιων που χρειάζονται τη σύμφωνη γνώμη μας, τόσο για να ξεκινήσουν όσο και για να κλείσουν. Το δικαίωμά μας αυτό θα το ασκήσουμε με τρόπο που θα προστατεύσει πλήρως τα συμφέροντα και τις προτεραιότητες της χώρας. Με λίγα λόγια η συμφωνία των Πρεσπών θα περνά από τον εξονυχιστικό διπλωματικό και πολιτικό έλεγχο της Αθήνας που είναι το κλειδί το οποίο χρειάζονται τα Σκόπια για την ευρωπαϊκή τους πορεία.