Το εθνικό πένθος για την απώλεια του Μίκη Θεοδωράκη έκλεισε τον τριήμερο κύκλο του. Το άλλο, το ανεπίσημο, το πιο προσωπικό, το βουβό πένθος, το φωλιασμένο μέσα μας, παραμένει. Όπως και η μορφή του ψηλού, πληθωρικού, ανταριασμένου δημιουργού και μαέστρου ύμνων και μουσικών καλεσμάτων ελευθερίας. Γενιές Ελλήνων, ακόμα περισσότερο εκείνης της Μεταπολίτευσης, μεγαλώσαμε με τη μουσική του. Την αγαπήσαμε. Την τραγουδήσαμε όλοι μαζί, ανεξάρτητα και πέρα από ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές. Μια μουσική ευαίσθητη αλλά και ενθουσιαστική, λυρική και ηρωική. Μια μουσική γενναία. Γοήτευσε και συνεπήρε όχι μόνον τους Έλληνες, αλλά και όλον τον κόσμο, ξεπερνώντας σύνορα, διαπερνώντας πολιτισμούς, λαούς, αντιλήψεις, ψυχές. Αυτές τις ημέρες που δικαίως ειπώθηκαν τόσα πολλά για τον ίδιο και τη μουσική του, επαναλήφθηκε ορθώς και επίμονα η βεβαιότητα για τη διαχρονικότητα του έργου του. Σε αυτήν την επαναλαμβανόμενη βεβαιότητα υπάρχει ένας κίνδυνος.
Πεπεισμένοι για το μεγαλείο του έργου του, να πιστέψουμε ότι αυτό θα μείνει αλώβητο από το πέρασμα του χρόνου. Ανέγγιχτο από τη λήθη που αδυσώπητα απειλεί τα πάντα. Η βεβαιότητα αυτή μπορεί να αποδειχθεί εσφαλμένα καθησυχαστική. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη είναι άρρηκτα συνυφασμένη με μια εποχή με πολύ συγκεκριμένα κοινωνικά, πνευματικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Η μουσική του δημιουργία γεννήθηκε, εξελίχθηκε, ωρίμασε και έγινε ένα με μια Ελλάδα υπό ξένη κατοχή, σε εμφύλια σύγκρουση, με φτώχεια, με ασταθή και ευάλωτη Δημοκρατία. Με μια Ελλάδα ενός επτάχρονου καθεστώτος αυταρχισμού και ανελευθερίας που κατέρρευσε ως υπαίτιο του εθνικού ακρωτηριασμού στην Κύπρο. Και τέλος, με μια μεταδικτατορική Ελλάδα που ξαναβρήκε το βηματισμό της και έγινε μέλος της Ευρώπης. Αυτή η πολύπτυχη και πολυτάραχη εποχή έχει τελειώσει. Άλλωστε, με αφορμή το θάνατο του Μίκη πολλοί μίλησαν για τέλος εποχής. Διανύουμε ήδη, μια νέα εποχή. Τελείως διαφορετική κοινωνικά και πολιτικά. Την εποχή της καλπάζουσας τεχνολογίας, των κατακλυσμικών καθημερινών αλλαγών και των θεμελιωδών αβεβαιοτήτων για το αύριο. Την εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, της κλιματικής αλλαγής, της βιοτεχνολογίας, της τεχνητής νοημοσύνης. Την εποχή της κυριαρχίας των «social media». Της γρήγορης ακμής και της γρήγορης πτώσης. Της ψηφιακής – και πολύ λιγότερο ψυχικής – επικοινωνίας των ανθρώπων. Την εποχή της μοναχικότητας. Της συμπίεσης της ευαισθησίας. Με παρρησία θα πρέπει να παραδεχτούμε πως η ουσία της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη θα είναι δύσκολα συμβατή με τη νέα αυτήν εποχή. Ακριβώς γι’ αυτό, οφείλουμε να μην επαναπαυθούμε, να μην παγιδευτούμε σε μια βολική βεβαιότητα για την διαχρονική αντοχή και απήχηση του έργου του. Η βεβαιότητα κινδυνεύει να γίνει συνώνυμο αδράνειας, ακριβώς τη στιγμή που πρέπει να δράσουμε. Είναι καθήκον μας να κρατήσουμε τη μουσική του Μίκη ζώσα, δυνατή, εμπνευστική. Στο βάθρο που της αξίζει. Το το οφείλουμε. Μια πρόταση δράσης για τον σκοπό αυτόν θα ήταν η δημιουργία, με πρωταγωνιστικό ρόλο της Πολιτείας, ενός μεγάλου ετήσιου Διεθνούς Μουσικού Φεστιβάλ Μίκη Θεοδωράκη με εθνικές μουσικές από όλο τον κόσμο. Η Ελλάδα κέντρο της λαϊκής μουσικής του κόσμου. Μια άλλη θα ήταν ένας ετήσιος πανελλήνιος σχολικός διαγωνισμός μουσικής, συγγραφής και ποίησης, αφιερωμένος στο Μίκη και το έργο του. Είμαι σίγουρος ότι οι άνθρωποι των τεχνών και του πολιτισμού θα έχουν πολλές άλλες προτάσεις να καταθέσουν. Ένα είναι βέβαιο: ο απανταχού Ελληνισμός, όλοι μας, έχουμε χρέος σε δύσκολες εποχές, όχι μόνο να διαφυλάξουμε από τη φθορά του χρόνου την κληρονομιά πολιτισμού που μας άφησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Οφείλουμε να κρατήσουμε ψηλά τη μοναδική μουσική του. Να την παραδώσουμε χέρι με χέρι στην επόμενη γενιά ως μια κυματίζουσα σημαία αξιοπρέπειας, ανθρωπιάς και ορμής ελευθερίας μιας Ρωμιοσύνης που ό,τι και να συμβεί, θα πετιέται πάντα από ‘ξαρχής, θ’ ανδριεύει και θα θεριεύει.