Άρθρο του Γιώργου Κουμουτσάκου
βουλευτή της Ν.Δ.
στη Β΄ Περιφέρεια Αθηνών
Μια «ενεργητική εξωτερική πολιτική που θα ανοίγει γέφυρες με όλον τον κόσμο», υπόσχονταν πριν εκατό ημέρες ο νέος υπουργός Εξωτερικών. Και βέβαια, ουδείς διαφωνεί με αυτήν τη διακήρυξη προθέσεων. Όλες, άλλωστε, οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, ακολούθησαν πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Πρώτες το έπραξαν, ανοίγοντας νέους δρόμους για τη χώρα, οι κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο ιστορικός ηγέτης της ελληνικής Κεντροδεξιάς, αγνοώντας τις περί του αντιθέτου ιδεοληψίες της εποχής, προώθησε και πέτυχε την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Όταν άλλοι αναζητούσαν «τρίτους δρόμους», δε δίσταζε να τονίζει ότι «η Ελλάδα ανήκει στη Δύση». Ταυτόχρονα όμως έχτιζε γέφυρες προς τα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ξεκινώντας από τις γειτονικές Βουλγαρία και Ρουμανία. Και κορύφωνε το «ανατολικό άνοιγμα», με τις πρώτες τότε επίσημες επισκέψεις Έλληνα πρωθυπουργού στην Σοβιετική Μόσχα και το κομμουνιστικό Πεκίνο.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι εάν η Ελλάδα πρέπει να ασκεί μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, αλλά «τι πράγματι κάνει». Και αυτό που είδαμε στις εκατό ημέρες μέρες που πέρασαν, δεν είναι μια πολυδιάστατη, αλλά μια εγκλωβισμένη εξωτερική πολιτική. Εγκλωβισμένη στα αδιέξοδα της οικονομίας, στα παιχνίδια της διαπραγμάτευσης, στην έλλειψη κυβερνητικού συντονισμού, στις ιδεοληψίες των κομμάτων που συγκυβερνούν.
Είναι πρωτ’ απ’ όλα αυταπόδεικτο πως, με τους διαπραγματευτικούς χειρισμούς της, η κυβέρνηση οδήγησε στο «πάγωμα» της οικονομίας, στο στέγνωμα της ρευστότητας και στην αναβίωση των πιο δυσοίωνων σεναρίων για πιστωτικό γεγονός, χρεοκοπία ή και έξοδο από το ευρώ. Μέσα σε λίγους μήνες, η διεθνής εικόνα και η αξιοπιστία της χώρας κατρακύλησαν σε αξιοθρήνητα επίπεδα. Παλαιοί φίλοι δυσαρεστήθηκαν και απομακρύνθηκαν, ενώ καινούργιοι δεν ήρθαν. Οι επισκέψεις στη Ρωσία εμφανίστηκαν περισσότερο ως τακτικισμός στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, ενώ ήταν βέβαιο πως η Μόσχα δεν επρόκειτο να δεχθεί καμία «εργαλειοποίηση» που θα την εμφάνιζε ως μοχλό πίεσης απέναντι στις Βρυξέλλες και το ΔΝΤ.
Πέρα από αυτά, ακόμα ένα πλήγμα στη διεθνή εικόνα της χώρας επέφερε η πρόταση του υπουργού Εθνικής Άμυνας προς τις ΗΠΑ για συνεκμετάλλευση σε ποσοστό 70 προς 30%, του ενεργειακού πλούτου στο Αιγαίο, που απέρριψε εκκωφαντικά η Αμερικανική πλευρά. Έδειχνε, άλλωστε, η πρόταση αυτή άγνοια και απαράδεκτη προχειρότητα. Αποκάλυπτε, επίσης την έλλειψη στοιχειώδους συντονισμού ανάμεσα στα συναρμόδια υπουργεία. Συνιστούσε, τελικά, υπονόμευση της εξωτερικής πολιτικής. Απόλυτα αρνητικές, αλλά και επικίνδυνες υπήρξαν επίσης οι δηλώσεις, που άφηναν να εννοηθεί πως η Ελλάδα θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν γέφυρα παράνομων μεταναστών, ακόμη και τζιχαντιστών, προς την Ευρώπη. Όχι μόνο γιατί οι δηλώσεις αυτές μπορεί να απειλούσαν τη συμμετοχή μας στη Σέγκεν, αλλά και γιατί άδικα προκαλούσαν τη δυσφορία ευρωπαίων πολιτών σε βάρος της Πατρίδας μας.
Όμηρος, όμως, πιάστηκε η ελληνική εξωτερική πολιτική και στις ιδεοληψίες στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Η ανήκουστη δια νόμου ευνοϊκή μεταχείριση τρομοκρατών, έφθειρε χωρίς λόγο τις σχέσεις της Ελλάδας με το Λονδίνο και ιδιαίτερα με την Ουάσιγκτον. Κι αυτό σε μια περίοδο που τόσο πολύ χρειαζόμαστε τη στήριξή της στο μέτωπο της οικονομίας.
Υπήρξαν βέβαια και χειρισμοί που κινήθηκαν στη σωστή κατεύθυνση. Όπως για παράδειγμα η μη αποδοχή του παρωχημένου συστήματος εγγυήσεων στο Κυπριακό, η συνέχεια στην ιστορικής σημασίας συμφωνία Ελλάδας – Κύπρου –Αιγύπτου, που πέτυχε η προηγούμενη κυβέρνηση. Αλλά και η συνέχιση της συνεργασίας με το Ισραήλ σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος συμπεριλαμβανομένου του στρατιωτικού. Είναι σημαντικές επιλογές που δεν μπορεί να αγνοούνται. Μετά από αυτά κάποια συμπεράσματα είναι ήδη προφανή.
Πρώτ’ απ’ όλα, είναι επιτακτικά αναγκαία, η άμεση επίτευξη συμφωνίας με τους εταίρους και δανειστές μας. Μια νεκρωμένη οικονομία δε μπορεί να υποστηρίξει μια δραστήρια, ενεργητική Εξωτερική Πολιτική.
Δεύτερον, τα «ανοίγματα» προς τρίτες χώρες είναι επιθυμητά. Δεν μπορούν όμως να υποκαταστήσουν οικονομικά, διπλωματικά και γεωστρατηγικά τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην Ευρωζώνη και την Ατλαντική Συμμαχία.
Και τρίτον, το υπουργείο των Εξωτερικών δεν μπορεί να κρατιέται μακριά από πρωτοβουλίες και αποφάσεις μελών της κυβέρνησης όταν αυτές επιδρούν στην εξωτερική πολιτική και στα εθνικά μας συμφέροντα. Δεν μπορεί ιδεοληψίες και εμμονές να εκθέτουν τη χώρα και να απειλούν τα συμφέροντά της.