Ομιλία Γ. Κουμουτσάκου στην Πολυθεματική Συνδιάσκεψη της Ν.Δ.
Μιλώντας στην Πολυθεματική Συνδιάσκεψη της Νέας Δημοκρατίας για τη νέα Διεύρυνση της Ε.Ε., ο ευρωβουλευτής ΝΔ Γιώργος Κουμουτσάκος ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η διεύρυνση δεν μπορεί να είναι μια ατέρμων, μια αέναη διαδικασία στο χώρο και στο χρόνο. Πρέπει να υπάρχει ένα όριο, ένα τέλος…Η Έλλάδα θα πρέπει λοιπόν να ακολουθήσει μια ρεαλιστική, βήμα με βήμα, πολιτική -συγκεκριμένοι στόχοι, στη βάση προηγούμενης εκπλήρωσης συγκεκριμένων όρων και προϋποθέσεων. Στόχοι που προωθούν σταδιακά αλλά και ουσιαστικά την προσέγγιση των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων με την Ένωση”.
Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας:
Το θέμα μας είναι “Η νέα διεύρυνση της Ε.Ε. Όροι και προϋποθέσεις». Επειδή όμως η σημερινή συζήτηση δεν γίνεται “in vitro”, δεν γίνεται δηλαδή σε συνθήκες εργαστηρίου, αποκομμένη από την πραγματικότητα, πιστεύω ότι ο ακριβέστερος τίτλος μιας εισήγησης για τη διεύρυνση θα έπρεπε να ήταν «Διεύρυνση; Ποια διεύρυνση;»
Ξεκινάω με δύο παραδοχές.
Παραδοχή πρώτη: Αναμφισβήτητα η πολιτική των διευρύνσεων είναι η πιο επιτυχημένη πολιτική που έχει εφαρμόσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποτελεί το αποτελεσματικότερο εργαλείο της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής.
Με την πολιτική των διευρύνσεων η Ένωση επέκτεινε στο σύνολο σχεδόν της Γηραιάς Ηπείρου την ελευθερία, την δημοκρατία, τη σταθερότητα και την ευημερία και- πάνω από όλα – διασφάλισε τη ειρήνη.
Παραδοχή δεύτερη: Η διεύρυνση τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά τη μεγάλη μαζική διεύρυνση του 2004, έχει χάσει μεγάλο βαθμό της δυναμικής και της δημοτικότητάς της. Όλο και περισσότερο ακούγεται το εύλογο ερώτημα : “Που τελειώνει η διεύρυνση; Μέχρι πότε και μέχρι που μπορεί να διευρύνεται η Ένωση;”
Δεν είναι τυχαίο ότι στο ευρωβαρόμετρο του 2009, για πρώτη φορά καταγράφεται πλειοψηφία αρνητικών τοποθετήσεων για τη διεύρυνση. Σε ποσοστό 46% οι Ευρωπαίοι πολίτες είναι αντίθετοι με νέες διευρύνσεις και υπέρ είναι το 43%. Στις σημερινές δυσχερείς συνθήκες της μεγάλης οικονομικής κρίσης, είμαι βέβαιος ότι αυτή η διαφορά θα έχει ήδη μεγαλώσει.
Στη διαμόρφωση αυτού του αποτελέσματος πιστεύω ότι συνέβαλλαν καθοριστικά οι δύο διαδοχικές κρίσεις στην Ε.Ε. Πρώτα, η θεσμική κρίση που οδήγησε σε μακρόχρονη εσωστρέφεια την Ένωση. Χρειάστηκαν 9 σχεδόν χρόνια συζητήσεων για να φτάσουμε τελικά στην υιοθέτηση της Συνθήκης της Λισσαβόνας.
Ακολούθησε αμέσως μετά μια δεύτερη, οικονομική αυτήν τη φορά κρίση. Ταυτόχρονα οι υπάρχουσες αυτή τη στιγμή υποψηφιότητες, με εξαίρεση εκείνης της Ισλανδίας, είναι λιγότερο ή περισσότερο ελλειμματικές υποψηφιότητες.
Με αυτά τα δεδομένα είναι εύλογο ότι όλο και συχνότερα μιλάμε για “κόπωση διεύρυνσης”. Η κόπωση αυτή είναι εν πολλοίς συνυφασμένη με το αρχικό ερώτημα που έθεσα: «Που σταματάει η διεύρυνση;». Συγκεκριμένη, επίσημη απάντηση στο καίριο αυτό ερώτημα δεν έχει δοθεί ακόμα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πιστεύω ότι η διεύρυνση δεν μπορεί να είναι μια ατέρμων, μια αέναη διαδικασία στο χώρο και στο χρόνο. Πρέπει να υπάρχει ένα όριο, ένα τέλος. Το που είναι αυτό το τέλος μένει αναπάντητο. Και μένει ηθελημένα αναπάντητο γιατί το ζήτημα του καθορισμού του ορίου της διεύρυνσης, συνδέεται με δύο άλλα εξαιρετικά κρίσιμα ερωτήματα: Υπάρχουν ευρωπαϊκά σύνορα και ποιά είναι; Και δεύτερο: Ποια είναι η ευρωπαϊκή ταυτότητα;
Πάντως, και παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει ακόμα συγκεκριμένη απάντηση στο ερώτημα περί του ορίου της διεύρυνσης, πιστεύω ότι έχει εκ των πραγμάτων άτυπα και σιωπηρά διαμορφωθεί ένα ” χωροταξικό σχέδιο” που εμμέσως απαντάει στο ερώτημα. Σύμφωνα με αυτό, οι μελλοντικές διευρύνσεις, όποτε γίνουν θα αφορούν τις ήδη υπάρχουσες πολιτικές δεσμεύσεις. Δηλαδή τα Δυτικά Βαλκάνια, την Τουρκία και την Ισλανδία.
Μετά από αυτά, η σκυτάλη θα περάσει στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας. Θα υπάρξει λοιπόν ένας άλλος, ευρύτερος κύκλος χωρών που θα έχουν μεν μια ουσιαστική και στενή σχέση συνεργασίας με την Ένωση, αλλά η προοπτική να γίνουν κράτη-μέλη θα είναι πολύ μακριά στο μέλλον.
Αυτά ως προς τον γενικό προβληματισμό περί διευρύνσεων.
Εξειδικεύοντας τώρα στα θέματα που μας αφορούν άμεσα, που αφορούν δηλαδή την περιοχή μας, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι τα Δυτικά Βαλκάνια δεν είναι μία ομοιογενής ομάδα υποψηφίων χωρών. Δεν αποτελούν μια ενότητα και επομένως, η μελλοντική ένταξή τους δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με λογική “πακέτου”.
Αρχίζοντας από τη χώρα που είναι πιο κοντά στη διεύρυνση και φτάνοντας σ’ εκείνη που είναι πιο μακριά, θα ανέφερα την εξής ενδεικτική σειρά: Κροατία, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας – υπό τον όρο ότι θα λύσει το θέμα του ονόματος-, το Μαυροβούνιο, η Αλβανία, η Σερβία.
Κάπου πιο μακριά – λόγω του ότι δεν έχει αναγνωριστεί από 5 κράτη-μέλη και επομένως, δεν υπάρχουν προϋποθέσεις ομοφωνίας – θα μας απασχολήσει και το θέμα του Κοσόβου.
Λέγοντας αυτά, θα ήθελα ταυτόχρονα να τονίσω ότι η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να μην μείνουν τα Δυτικά Βαλκάνια μια “μαύρη τρύπα” στον ευρωπαϊκό χάρτη. Πιστεύουμε ειλικρινά και στηρίζουμε ενεργά την ευρωπαϊκή προοπτική των γειτόνων μας.
Όμως, θα ήταν λάθος να προχωρήσει η ενταξιακή τους διαδικασία με μία “βολουνταριστική” λογική τεχνητής επιτάχυνσης. Δηλαδή χωρίς τα κράτη που πλησιάζουν την Ε.Ε., να έχουν προηγουμένως ανταποκριθεί πλήρως στις υποχρεώσεις, στα κριτήρια και στις δεσμεύσεις που οφείλουν να εκπληρώσουν ως υποψήφια προς ένταξη κράτη.
Με λίγα λόγια η διεύρυνση των Δυτικών Βαλκανίων πρέπει να λύσει ένα πρόβλημα ρυθμού. Δεν πρέπει να εξελιχθεί ούτε πολύ αργά, γιατί αν πάει πολύ αργά αυτό θα αποθαρρύνει τα ενδιαφερόμενα κράτη να προχωρήσουν στις προσπάθειες μεταρρυθμίσεων και αλλαγών. Και αυτό η Ελλάδα δεν το επιθυμεί. Αλλά ούτε και θα πρέπει να προχωρήσει πολύ γρήγορα, γιατί η τεχνητή ταχύτητα αποθρασύνει. Δεν βοηθάει δηλαδή την πλήρη εκπλήρωση κριτηρίων, υποχρεώσεων και προϋποθέσεων. Κάτι που επίσης δεν θα ήθελε η Ελλάδα.
Θα πρέπει λοιπόν να ακολουθήσουμε μια ρεαλιστική, βήμα με βήμα, πολιτική όπως αυτή που εφαρμόστηκε στο θέμα της απελευθέρωσης των θεωρήσεων (visa). Δηλαδή, συγκεκριμένοι στόχοι, στη βάση προηγούμενης εκπλήρωσης συγκεκριμένων όρων και προϋποθέσεων. Στόχοι που προωθούν σταδιακά αλλά και ουσιαστικά την προσέγγιση των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων με την Ένωση.
Θα αφήσω την Τουρκία για το τέλος.
Επιτρέψτε μου προηγουμένως να πω δύο λόγια για την υποψηφιότητα της Ισλανδίας. Είναι μια μικρή χώρα, μια στέρεη δημοκρατία που ήδη ανταποκρίνεται στα 2/3 σχεδόν του κοινοτικού κεκτημένου. Μια χώρα που έχει μεγάλες συμπάθειες στην Ευρώπη. Πιστεύω λοιπόν ότι σύντομα θα ξεκινήσει πολύ δυναμικά η διαδικασία για την ένταξή της.
Τέλος μια σύντομη αναφορά στην Τουρκία και την ευρωπαϊκή της πορεία. Η πολιτική της Ελλάδας είναι γνωστή: “πλήρης προσαρμογή – πλήρης ένταξη”. Αυτή η πολιτική, αγαπητοί συνάδελφοι, δεν θα πρέπει να αλλάξει παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ισχυρά κράτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση που μιλάνε για μια ειδική σχέση Τουρκίας – Ε.Ε.
Εάν, παρ’ ελπίδα, οδηγηθούμε στο να διαπραγματευτούμε την πιθανή μετακίνησή μας σε μία άλλης μορφής σχέση ΕΕ-Τουρκίας, εμείς θα πρέπει να επιμείνουμε στην τωρινή μας πολιτική. Και αυτό προκειμένου να μπορέσουμε να διαπραγματευτούμε σκληρά. Για να μπορέσουμε να διεκδικήσουμε αξιόπιστα και αποτελεσματικά ότι οι προϋποθέσεις και τα προαπαιτούμενα που έχουμε θέσει ως όρους για την πλήρη ένταξη, θα ισχύσουν και στην περίπτωση μιας άλλης σχέσης της Ε.Ε. με την Τουρκία.
Προβάλλεται τελευταία ένα δίλημμα. Ότι δηλαδή η Τουρκία έχει τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ του να γίνει κράτος-μέλος της ΕΕ ή να παίξει το ρόλο της περιφερειακής δύναμης. Μάλιστα ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ενδεχομένως θα επιλέξει το δεύτερο.
Το λέω ευθέως. Είναι ψευδοδίλημμα.
Ο όποιος ρόλος και επομένως η εμπλοκή της Τουρκίας σε μια τόσο ταραγμένη και εύθραυστη περιοχή όπως η Μέση Ανατολή και ο Καύκασος, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ένταξη σε μια Ένωση σταθερότητας, ειρήνης, δημοκρατίας και ευημερίας όπως η ΕΕ. Επιπλέον, δεν πιστεύω ότι θα μπορέσει η Τουρκία να κερδίσει το ρόλο της περιφερειακής δύναμης γενικής αποδοχής, όντας μια αποτυχημένη υποψήφια χώρα.
Γι΄ αυτό δε θα πρέπει να παρασυρθούμε και να πιστέψουμε ότι η Τουρκία μπορεί μα υποκαταστήσει ή να αντικαταστήσει την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση με έναν περιφερειακό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της.
Αυτό όμως το οποίο μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο για τα ελληνικά συμφέροντα είναι να πάμε μέσω μιας εκφυλιστικής διολίσθησης, στην ειδική σχέση Ε.Ε.- Τουρκίας. Δηλαδή ατύπως, σιωπηλά και μηχανιστικά να φτάσουμε σε ένα καθεστώς ειδικής σχέσης.
Αυτό θα σημάνει ότι δε θα έχουμε την ευκαιρία και τις θεσμικές δυνατότητες να πιέζουμε για την εκπλήρωση όρων, προϋποθέσεων και κριτηρίων. Όπως ήδη ανέφερα, εάν φθάσουμε στην ειδική σχέση, αυτό θα πρέπει να γίνει μετά από μακρά συζήτηση και σκληρή διαπραγμάτευση.
Στα λίγα λεπτά που είχα στη διάθεσή μου, προσπάθησα να δώσω το περίγραμμα ενός δύσκολου και πολύπλοκου ζητήματος τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Προσπάθησα να το κάνω με ρεαλισμό. Χωρίς υπερβολική αισιοδοξία, αλλά και χωρίς υπερβολική απαισιοδοξία. Αισιοδοξία και απαισιοδοξία είναι συνήθως κακοί σύμβουλοι εξωτερικής πολιτικής.
Η οδός του ρεαλισμού είναι ασφαλέστερη για την επίτευξη συγκεκριμένων θετικών αποτελεσμάτων.
Σας ευχαριστώ πολύ.”