Ομιλία Γ. Κουμουτσάκου κατά την παρουσίαση βιβλίου του Σταύρου Λυγερού
Μιλώντας στην παρουσίαση του βιβλίου του Σταύρου Λυγερού για την εξωτερική πολιτική και τις σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας, ο ευρωβουλευτής ΝΔ Γιώργος Κουμουτσάκος τόνισε ότι “Προϋπόθεση για να βγούμε από τη σημερινή, βαθιά κρίση είναι να ανασυνταχθούμε και να πατήσουμε το reset button μιας συλλογικής, εθνικής επανεκκίνησης. Απαραίτητο βήμα για την επίτευξή της μια επείγουσα και τολμηρή συνταγματική αναθεώρηση. Αναθεώρηση που θα δώσει νέα ποιότητα και νέα δυναμική στη Δημοκρατία μας, στην οποία η πολιτική με Π κεφαλαίο θα ανταποκρίνεται πρωτίστως στην παιδευτική αποστολή της δίνοντας παράδειγμα αξιοπρέπειας στη κοινωνία.”
Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας:
“Θέλω να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο και το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Διπλωματικών Υπαλλήλων, για την ευγενική και τιμητική πρόσκληση να συμμετάσχω στη σημερινή εκδήλωση. Τους συγχαίρω θερμά για την πρωτοβουλία να διοργανώσουν σε ταραγμένους και δύσκολους καιρούς μια συζήτηση για θέματα ιδιαίτερης σημασία για την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Αφορμή, ένα – και πάλι – εξαιρετικό βιβλίο του Σταύρου Λυγερού. Το διάβασα στο αεροπλάνο. Ήταν οι δύο συντομότερες πτήσεις Αθήνα- Βρυξέλλες και Βρυξέλλες – Αθήνα, που έχω κάνει εδώ και ένα χρόνο.
Προσβλέπω σε δύο ακόμα εξαιρετικά σύντομες τέτοιες πτήσεις, την προσεχή εβδομάδα, όταν θα το διαβάσω για δεύτερη φορά. Αυτό γιατί, το βιβλίο του αγαπητού Σταύρου του το χαρακτηρίζω ως «αφηγηματική πραγματεία» διεθνών σχέσεων, διαβάζεται τουλάχιστον δύο φορές.
Την πρώτη, σαν διήγημα εξωτερικής πολιτικής. Εξαιρετικής ταχύτητας, πλοκής και suspens. Τη δεύτερη ως ενδελεχής μελέτη, επί σύνθετων και πολύ σοβαρών γεωπολιτικών εξελίξεων σε μια περιοχή άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος. Την πρώτη φορά γυρίζεις τις σελίδες ανυπομονώντας να φθάσεις στο επόμενο κεφάλαιο, στην επόμενη ενότητα. Τη δεύτερη τις υπογραμμίζεις, για να κρατήσεις μετά σημειώσεις.
Σταματώ εδώ τις αναφορές στο βιβλίο του κ. Λυγερού. Άλλωστε έχει ήδη παρουσιαστεί και ήδη ενταχθεί στην πολυπόθητη – για κάθε συγγραφέα και εκδότη- χωρεία των «ευπώλητων».
Κύριες και κύριοι,
Ένα από τα πολλά ερωτήματα που δημιουργεί η ανάγνωση του βιβλίου, είναι το εάν η σημερινή Τουρκία συνεχίζει να ενδιαφέρεται και να πιστεύει, και πόσο, στην ευρωπαϊκή της πορεία και ένταξη. Ή εάν έχει πλέον νέες προτεραιότητες και εναλλακτικές λύσεις, όπως, όλο και συχνότερα υποστηρίζει – άλλοτε συγκαλυμμένα και άλλοτε απροκάλυπτα – η Τουρκική ηγεσία. Η ιδιαίτερη σημασία του ζητήματος για την ελληνική εξωτερική πολιτική είναι πρόδηλη.
Εδώ και δέκα και πλέον χρόνια, η Ελλάδα έχει διακομματικά-υιοθετήσει την πολιτική στήριξης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, ως την κύρια πολιτική διαχείρισης των ελληνο-τουρκικών σχέσεων. Σχηματικά θα έλεγα ότι η Ελλάδα επιδιώκει να ενσωματώσει, να διαχύσει αυτές τις δύσκολες σχέσεις, σ’ ένα ευρύτερο και καλύτερα ρυθμιζόμενο πλαίσιο. Στο πλαίσιο των ευρω-τουρκικών σχέσεων.
Ο στρατηγικός στόχος είναι ξεκάθαρος. Μια ευρωπαϊκή, δημοκρατική Τουρκία θα είναι πιο προβλέψιμος και γι’ αυτό πιο αξιόπιστος και, τελικά, περισσότερο φιλικός γείτονας. Με έναν τέτοιο γείτονα και μελλοντικά εταίρο, μπορείς να ζήσεις πιο αρμονικά. Να έχεις σταθερές σχέσεις καλής γειτονίας.
Σε τελική ανάλυση, μπορείς να λύσεις ευκολότερα και χωρίς επικίνδυνες κρίσεις, τα προβλήματα. Αυτό θα έχει επίσης ευεργετικό αντίκτυπο για την ειρήνη, τη σταθερότητα, τη συνεργασία και την ευημερία ολόκληρης της περιοχής. Αυτός είναι ο πυρήνας, η βασική φιλοσοφία της πολιτικής στήριξης της πορείας της Τουρκίας προς την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή οικογένεια. Της πολιτικής που ο Σταύρος Λυγερός έχει ονομάσει «κοινωνικοποίηση του θηρίου».
Στην πολιτική αυτή υπάρχει και «ραβδί»: «πλήρης προσαρμογή, πλήρης συμμόρφωση» σε κριτήρια, προϋποθέσεις, αρχές και κανόνες. Υπάρχει και «καρότο»: πλήρης ένταξη. Τι γίνεται όμως εάν το καρότο χάσει την αξία του; Εάν το όραμα της πλήρους ένταξης θολώσει τόσο, ώστε να μην είναι πλέον τόσο ισχυρό κίνητρο για προσαρμογή και μεταρρύθμιση, για κοινωνικοποίηση της Τουρκίας;
Το ερώτημα είναι πραγματικά κρίσιμο. Ζητάει πιεστικά απάντηση. Δεν μπορεί να μείνει μετέωρο, καθώς οι εξελίξεις κυριολεκτικά τρέχουν.
Στο ευρωπαϊκό επίπεδο πρώτα. Η μεγάλη οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα ο πιο σκληρός πυρήνας της, η ευρωζώνη, είναι βέβαιο ότι έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ήδη εξασθενημένη δυναμική των διευρύνσεων. Πόσο μάλλον όταν έχει προηγηθεί μια θεσμική κρίση που τελείωσε μόλις πριν από λίγους μήνες, με την θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας.
Όλα αυτά σε συνδυασμό με τις ελλειμματικές για πολλούς και διάφορους λόγους υποψηφιότητες των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων και της Τουρκίας, ενισχύουν περαιτέρω την γνωστή «κόπωση διεύρυνσης». Σύμφωνα με το περσυνό ευρωβαρόμετρο για πρώτη φορά ευρωπαίοι πολίτες που είναι αντίθετοι στην προοπτική νέων διευρύνσεων είναι περισσότεροι εκείνων που είναι θετικοί. Τα ποσοστά πέρυσι ήταν 46% έναντι 43%.
Έχω κάθε λόγο να πιστεύω ότι την φετινή χρονιά, η διαφορά θα διευρυνθεί. Αυτή η τάση δεν περιορίζεται στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Η εξαιρετικά επιφυλακτική, εάν όχι απροκάλυπτα αρνητική στάση του Βερολίνου, των Παρισίων, της Βιέννης και όχι μόνον, έναντι μιας τουρκικής ένταξης στην Ένωση, είναι σε όλους γνωστή.
Ως προς την Τουρκία τώρα. Η έντονη διπλωματική κινητικότητα της Τουρκίας του κ. Νταβούτογλου, το θεωρητικό υπόβαθρό της -με το στρατηγικό βάθος και τα μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες- σε συνδυασμό με τον δυναμισμό της τουρκικής οικονομίας, με το μέγεθος και τη γεωστρατηγική της θέση καθώς και με την αυτοπεποίθηση που της δίνει –μεταξύ άλλων- η συμμετοχή στους G20, έχουν ξαναφέρει στο προσκήνιο το ερώτημα: «που πάει η Τουρκία;».
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η Άγκυρα αλλάζει προτεραιότητες.
Αντιμέτωπη με την βήμα-σημειωτόν ενταξιακή της πορεία και τα αρνητικά μηνύματα ευρωπαϊκών λαών και κυβερνήσεων, η Άγκυρα υποβαθμίζει στους στρατηγικούς σχεδιασμούς της την προοπτική ένταξης στην Ε.Ε. Στρέφει την προσοχή και τη δράση της στην περιοχή της. Στη Μέση Ανατολή και τον Καύκασο. Εφαρμόζει μια νέου τύπου οθωμανική πολιτική ήπιας ισχύος. Με ανοίγματα, με συνεργασίες, με διαμεσολαβήσεις και όποτε και όταν κρίνει ότι την εξυπηρετεί, όπως στην περίπτωση του Ισραήλ, με αντιπαραθέσεις. Σκοπός της, σήμερα η παλινόρθωσή της ως περιφερειακής δύναμης. Αύριο, η ανάδειξη και καθιέρωσή της ως δυναμικού, αυτόνομου παίκτη σ’ έναν πολυπολικό κόσμο.
Η μετατόπιση του τουρκικού ενδιαφέροντος προς την Ανατολή ανησυχεί πολλούς στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αλλά και στην Ουάσιγκτον. Δύο είναι οι βασικοί λόγοι αυτής της ανησυχίας:
Πρώτος: Οι όλο και στενότερες σχέσεις της Άγκυρας με καθεστώτα και παράγοντες, που είναι κόκκινο πανί για την Δύση, όπως η Συρία, το Ιράν, το Σουδάν και η Χαμάς, μπορούν να υποσκάψουν την σταθερότητα και τους στόχους της δυτικής πολιτικής στην περιοχή.
Δεύτερος: Περαιτέρω ισχυροποίηση των δεσμών της Τουρκίας με τη Μέση Ανατολή και τον Μουσουλμανικό κόσμο, μπορεί να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο στο εσωτερικό της χώρας την επιρροή του Ισλάμ.
Όσα αναφέρθηκαν, δείχνουν ότι η Ε.Ε. και τα ηγετικά κράτη – μέλη της βρίσκονται εγκλωβισμένα σε ένα φαύλο κύκλο. Μπροστά σε ένα αυτοτροφοδοτούμενο πολιτικό αδιέξοδο. Αφ’ ενός μεν, θέλουν να κρατήσουν την Τουρκία στέρεα αγκυροβολημένη στη Δύση και την Ευρώπη, επιθυμώντας τον εξευρωπαϊσμό της. Αφ’ ετέρου όμως, δεν την θέλουν πλήρως ενσωματωμένη ως κράτος μέλος της Ένωσης.
Όμως και τα δύο δεν γίνονται. Η Τουρκία δεν φαίνεται διατεθειμένη να υποστεί την βάσανο της ευρωπαϊκής μετάλλαξής της, χωρίς να έχει την εγγύηση της πλήρους και ισότιμης συμμετοχής της στην οικογένεια. Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο, καθώς η Τουρκία επιδιώκει δραστήρια την οικοδόμηση εναλλακτικών λύσεων με τη στροφή της στη νέο- οθωμανική εξωτερική πολιτική, ελπίζοντας στην σύντομη ανάδειξή της σε θέση ηγεμονικής περιφερειακής δύναμης.
Το πρόβλημα για την ελληνική πολιτική της «ευρωπαϊκής κοινωνικοποίησης της Άγκυρας» γίνεται έτσι εξαιρετικά σοβαρό. Εάν δεν καταλήξουμε γρήγορα σε μια καλά επεξεργασμένη πολιτική πολλών επιπέδων ή και εναλλακτικών, κινδυνεύουμε να μείνουμε χωρίς πολιτική. Και αυτό σε μια πρωτόγνωρα δυσχερή για τη χώρα μας, περίοδο.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Θα ακουστεί παράδοξο, αλλά αυτό που πρέπει πρωτίστως να κάνουμε είναι να επιμείνουμε, ακόμα εντονότερα στη πολιτική στήριξης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας και στο σχήμα «πλήρης προσαρμογή- πλήρης ένταξη». Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να διαπραγματευτούμε αξιόπιστα και αποφασιστικά την όποια μετακίνησή μας σε άλλες θέσεις. Σε άλλες – πλην εντάξεως – μορφές διασύνδεσης της Τουρκίας με την Ε.Ε.
Στη λογική αυτή κάθε μετακίνησή μας θα πρέπει να εξισορροπείται από την παροχή αντίστοιχων εγγυήσεων ό,τι σε ενδεχόμενη νέα σχέση Τουρκίας – ΕΕ, θα ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν τα ζητήματα ιδιαίτερου ελληνικού ενδιαφέροντος:
Σχέσεις καλής γειτονίας, δέσμευση για ειρηνική επίλυση διαφορών, αποφυγή πολιτικής εντάσεων κτλ Θεωρώ δεδομένο ότι σε οποιαδήποτε νέα σχέση Τουρκίας – Ε.Ε. θα υπάρχει αυστηρή υποχρέωση σεβασμού των ανθρωπίνων, μειονοτικών δικαιωμάτων και θρησκευτικών ελευθεριών κτλ Δεν τρέφω αυταπάτες. Το σενάριο αυτό θα είναι αρνητικό για την Ελλάδα. Θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να επιτευχθούν οι επιθυμίες και οι στόχοι μας.
Άλλωστε μια οποιαδήποτε «ειδική σχέση» θα έχει στον πυρήνα της τη στενή συνεργασία Άγκυρας – Βρυξελλών στον τομέα της εξωτερικής πολιτική και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Η Άγκυρα θα διεκδικήσει με πολλές αξιώσεις έναν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση και εφαρμογή αυτών των πολιτικών, με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται για τα ιδιαίτερα ελληνικά συμφέροντα.
Επομένως, μόνον η επιμονή στην πολιτική «πλήρης συμμόρφωση- πλήρης ένταξη» δεν είναι αρκετή. Είναι αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη. Η πολιτική της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιορίζεται στην πολιτική στήριξης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας.
Χρειάζεται επειγόντως ένα «plan B» και αυτό θα πρέπει να έχει δύο θεμελιώδεις παραμέτρους.
Α. Τη συνέχιση της προσπάθειας σταδιακής εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων κυρίως σε επίπεδο συνεργασιών χαμηλής πολιτικής και δευτερευόντως στο επίπεδο της υψηλής πολιτικής. Αυτό όμως προϋποθέτει πολύ καλή προετοιμασία. Όχι βιαστικές και άκαιρες κινήσεις και πρωτοβουλίες. Ο ρυθμός είναι στοιχείο κομβικής σημασίας.
Το μότο θα πρέπει να είναι «patience and perseverance» και όχι «let’s fix it». Εδώ μιλάμε για την εθνική κυριαρχία, τα κυριαρχικά δικαιώματα κα την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.
Β. Τη διαμόρφωση και ενίσχυση συμμαχιών με ενεργό, δραστήρια πολιτική και συμμετοχή στην Ε.Ε, στο ΝΑΤΟ, σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς, στην ευρύτερη περιοχή μας και βέβαια με την ενίσχυση των δεσμών συνεργασίας μας με παραδοσιακούς αλλά και νέους φίλους. Περιττό να υπογραμμίσω το κομβικό ρόλο των σχέσεών μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Όμως, για όλα αυτά υπάρχει μια θεμελιώδης προϋπόθεση, αφού η εξωτερική πολιτική δεν ασκείται in vitro. Δεν ασκείται σε συνθήκες εργαστηρίου ξεκομμένη και ανεπηρέαστη από την οικονομική και πολιτική πραγματικότητα της χώρας. Η προϋπόθεση λοιπόν είναι να βγούμε το ταχύτερο δυνατόν από τη σημερινή, βαθιά κρίση. Που δεν είναι μόνον οικονομική. Είναι κρίση και πολιτική και κοινωνική. Κρίση αξιών, προσανατολισμού και στρατηγικής. Θα τολμούσα να πω μια κρίση προσωπικότητας.
Προϋπόθεση είναι να ανασυνταχθούμε και να πατήσουμε το reset button μιας συλλογικής, εθνικής επανεκκίνησης. Για να γίνει αυτό, χρειαζόμαστε επειγόντως μια νέα κινητήρια δύναμη. Μια αξιόπιστη εθνική προσμονή. Απαραίτητο βήμα για την επίτευξή της μια επείγουσα και τολμηρή συνταγματική αναθεώρηση. Αναθεώρηση που θα δώσει νέα ποιότητα και νέα δυναμική στη Δημοκρατία μας, στην οποία η πολιτική με Π κεφαλαίο θα ανταποκρίνεται πρωτίστως στην παιδευτική αποστολή της δίνοντας παράδειγμα αξιοπρέπειας στη κοινωνία.”