Γεννήθηκα στον προσφυγικό δήμο του Βύρωνα. Το οικοδομικό τετράγωνο του πατρικού σπιτιού οριζόταν και ορίζεται και σήμερα από τις οδούς Κερασούντος, Αϊδινίου, Προύσης και Αγίας Σοφίας. Λίγο πιο εκεί οι οδοί Κωνσταντινουπόλεως, Κυζίκου, Χρυσοστόμου Σμύρνης.
Μεγάλωσα ανάμεσα και μέσα σε μικρασιατικές μνήμες. Δεν θα ξεχάσω ότι η γιαγιά Βασιλική Χρηστίδη, γεννημένη στο Χαράκι της Κυζίκου, να μου λέει «Έλα, τζιγιέρι μου, να κάτσουμε στο μιντέρι». Ο παππούς, Γιώργος Κουμουτσάκος, Λάκων εκείνος, ως αξιωματικός της ελληνικής στρατιάς Μικράς Ασίας, του 44ου Συντάγματος Πεζικού, πολέμησε μεταξύ άλλων στο Εσκί Σεχίρ και στο Κάλε Γκρότο.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τα λέω αυτά όχι γιατί πιστεύω ότι ενδιαφέρει οποιονδήποτε το γενεαλογικό δέντρο μιας μικροαστικής οικογένειας του Βύρωνα, αλλά γιατί η ελάχιστη αυτή μαρτυρία, αυτή η ελάχιστη ψηφίδα, δηλώνει και επιβεβαιώνει, συνθέτει κάτι πολύ μεγαλύτερο και σημαντικότερο, ότι άμεσα ή έμμεσα είμαστε όλοι Μικρασιάτες, ότι είμαστε όλοι έμμεσα ή άμεσα παιδιά των χαμένων, αλλά όχι λησμονημένων πατρίδων.
Πώς θα μπορούσε άλλωστε να ‘ναι διαφορετικά, όταν η προσφυγιά ενάμιση εκατομμυρίου Ελλήνων από τη φλεγόμενη Σμύρνη και τα άλλα μέρη της Ιωνίας βρήκε λιμάνι και απάγκιο από την τραγωδία, της θηριωδίες, τους διωγμούς και τις κακουχίες στην ανεξάρτητη Ελλάδα των μόλις τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων; Ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες, τέσσερα εκατομμύρια κάτοικοι. Οι αριθμοί προκαλούν δέος.
Κι όμως, η μικρή και βαριά τραυματισμένη Ελλάδα του 1922 κατόρθωσε, και με τη γενναιόδωρη διεθνή βοήθεια, έναν πραγματικό άθλο, να ενσωματώσει γρήγορα και με επιτυχία αυτό το πολυάνθρωπο προσφυγικό κομμάτι του Έθνους. Για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος του άθλου αρκεί να αναλογιστούμε μιαν αντιστοιχία, τις σημερινές Ηνωμένες Πολιτείες των τριακοσίων εκατομμυρίων και κάτι κατοίκων να υποδεχτούν και να ενσωματώσουν εκατό εκατομμύρια πρόσφυγες.
Κι όμως, οι τεράστιες δυσκολίες του 1922 κάμφθηκαν. Το μικρασιατικό προσφυγικό στοιχείο δεν άργησε να γίνει ένα με το γηγενές. Νέες οικογένειες δημιουργήθηκαν και μια μεγάλη μεταλαμπάδευση πολιτισμού και τρόπου ζωής συντελέστηκε. Ένα νέο, πλουσιότερο εθνικό όλον αναδύθηκε μέσα και διαχύθηκε πέρα από τις προσφυγικές εγκαταστάσεις. Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφεια, Νέα Ερυθραία, Νέο Ηράκλειο, Νέα Σμύρνη, Βύρωνας, Καλλιθέα, Καισαριανή, Νέα Χαλκηδόνα, για να θυμηθούμε ενδεικτικά μερικές μόνο από τις εμβληματικές προσφυγικές γειτονιές της Αττικής.
Είμαστε όλοι Μικρασιάτες λοιπόν. Γι’ αυτό και με αναλλοίωτη από τον χρόνο οδύνη επαναφέρουμε κάθε χρόνο αυτές τις ημέρες τις τραγικές μνήμες της Ιωνίας, τις εικόνες της παραδομένης στις φλόγες, στις λεηλασίες και στο φονικό Σμύρνης, τα χωρίς όρια και εγκλήματα του εκδικητικού τουρκικού εθνικισμού, που πριν να ισοπεδώσει και να αιματοκυλήσει τη Σμύρνη, την αποκαλούσε «γκιαούρ Ιζμίρ», «άπιστη Σμύρνη», μια αθέλητη ομολογία των Τούρκων για τον βαθιά ελληνικό χαρακτήρα της.
Είμαστε όλοι απόγονοι του 1922. Η συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή είναι ένα χρονοσύνορο, που μας επιβάλλει μια κατ’ αρχήν επώδυνη υπόμνηση και εμβάθυνση σε ένα ενθουσιώδες και ενθουσιαστικό εθνικό ξέσπασμα, που ξεκίνησε ως δικαίωση πόθων και δυστυχώς τελείωσε ως ταπείνωση. Μας επιβάλλει να σκεφτούμε ξανά, με γνώση και ψυχραιμία, τις τότε συνθήκες, τα πρόσωπα, τις εκτιμήσεις, τις αποφάσεις, τα μεγάλα μας σφάλματα, με πρώτο τον καταστροφικό διχασμό αλλά και τη συμπεριφορά και τη στάση όχι μόνο των εχθρών αλλά και των συμμάχων μας.
Είναι ώρα νηφάλιας μνήμης αλλά και ώρα αυτογνωσίας η εκατονταετηρίδα του 1922, αυτογνωσίας ναι, ηττοπάθειας όμως όχι. Το ακριβώς αντίθετο. Η μεγάλη μικρασιατική περιπέτεια και το αποτέλεσμά της είναι ένα μέρος, μια σελίδα, η πιο δύσκολη και πιο επώδυνη, της εθνικής μας διαδρομής στον 20ο και στον τρέχοντα 21ο αιώνα.
Το άλλο μέρος, το άλλο κεφάλαιο, είναι το τι κατορθώσαμε ως Έθνος μετά από αυτήν, την τραγικότερη σελίδα της σύγχρονης ιστορίας μας. Σταθήκαμε όρθιοι, και μετά τη Σμύρνη και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά τον Εμφύλιο. Όχι μόνο όρθιοι, αλλά και πολύ ισχυρότεροι. Μέσα από τις ωδίνες φτιάξαμε μια νέα, σύγχρονη Ελλάδα, ακλόνητα δημοκρατική, στέρεα ευρωπαϊκή, οικονομικά ευημερούσα, στρατιωτικά ισχυρή, πολιτιστικά λαμπρή και λαμπερή, κοινωνικά αρμονική και διεθνώς αγαπητή.
Υπήρξαμε στιγμιαία μόνο νικημένοι, αλλά είμαστε διαρκώς νικητές στον δρόμο της ειρήνης και της προόδου, μια ισχυρή ευρωπαϊκή δημοκρατία, που ακόμη και σε αυτήν την επώδυνη επέτειο έχει την άνεση και τη μεγαθυμία να δίνει βήμα στην επίσημη διπλωματική φωνή της άλλης όχθης του Αιγαίου.
Το λέω αυτό, γιατί πριν μερικές ημέρες, σε άρθρο του στην έγκριτη ελληνική εφημερίδα, ο Τούρκος πρέσβης στην Ελλάδα, άξιος επαγγελματίας και στιβαρή προσωπικότητα κατά τ’ άλλα, γράφοντας με αφορμή τα γεγονότα του 1922, μας προέτρεψε -εμάς τους Έλληνες- να κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις για να βρούμε τις σωστές απαντήσεις, να βγάλουμε δηλαδή εμείς οι Έλληνες τα κατά τη γνώμη του -κατά την τουρκική γνώμη- σωστά συμπεράσματα από τα ιστορικά εκείνα γεγονότα του 1922. Η βασική ερώτηση που μας προτρέπει να κάνουμε στον εαυτό μας είναι το γιατί στείλαμε ένα στρατό εισβολής μέχρι την καρδιά της Τουρκίας.
Ας απαντήσουμε λοιπόν. Πρώτον, στη Σμύρνη πήγαμε μετά από απόφαση των νικητών του πολέμου, που η Τουρκία είχε χάσει. Δεύτερον, πήγαμε για να προστατεύσουμε τον χριστιανικό και ελληνικό πληθυσμό της περιοχής, καθώς όλα τα προηγούμενα χρόνια, από το 1913 και μετά, ο νεοτουρκικός εθνικισμός είχε διαπράξει γενοκτονία κατά των χριστιανικών και ελληνικών πληθυσμών της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήταν βέβαιο, όπως έγινε άλλωστε, ότι η βαρβαρότητα αυτή των προηγούμενων ετών θα επαναλαμβανόταν.
Διαβάζω από το βιβλίο του συναδέλφου Άγγελου Συρίγου και του καθηγητή Ευάνθη Χατζηβασιλείου: «Τιμούμε από το 1994 τη μνήμη των Ελλήνων του Πόντου, 19η Μαΐου, από το 1996 τη μνήμη των Αρμενίων, 24η Απριλίου, και από το 1998 την μνήμη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, 14 Σεπτεμβρίου, όπως σήμερα. Η διάσπαση των γεγονότων εκείνης της περιόδου και οι επιμέρους διώξεις Ελλήνων ανά περιοχή που κατοικούσαν καθώς και Αρμενίων αδικεί κατάφωρα την ιστορική μνήμη. Οι πράξεις αυτές, γενοκτονίες και εθνοτικές εκκαθαρίσεις, δεν υπήρξαν συμπτωματικά ή τυχαία γεγονότα. Ήταν συνέπεια ενός ευρύτερου σχεδίου που είχε ξεκινήσει το 1913 η ηγεσία του νεοτουρκικού κινήματος, με σκοπό τη δημιουργία ενός εθνικού κράτους απαλλαγμένου από μη μουσουλμάνους.»
Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος: «Δεν πρέπει να λησμονείται ότι και δίχως το εθνικό τόλμημα του 1919 ο αφανισμός του μικρασιατικού ελληνισμού ήταν προαποφασισμένος από την τουρκική πολιτική, όπως φάνηκε από τους διωγμούς των Ελλήνων της Ερυθραίας και άλλων παράλιων στο Αιγαίο επαρχιών της Μικράς Ασίας το 1914.»
Τέτοιες πρακτικές άλλωστε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επαναλήφθηκαν και στην Πόλη και στην Κύπρο. Πήγαμε λοιπόν, αγαπητέ κύριε Πρέσβη, για να προστατέψουμε και να απελευθερώσουμε αλύτρωτους ομοεθνείς, που κινδύνευαν, όχι για να κατακτήσουμε. Η προστασία ομοεθνών δεν είναι ιμπεριαλισμός. Δεν νοείται να κατακτήσεις ως ιμπεριαλιστής δικούς σου ομοεθνείς, δικό σου λαό.
Η αλήθεια είναι ότι αποτύχαμε να το πράξουμε, από δικά μας ολέθρια λάθη, πρωτίστως λόγω του απεχθούς Εθνικού Διχασμού αλλά και λόγω της τότε στάσης διαφόρων συμμάχων. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στη μικρασιατική εκστρατεία πρώτα χάσαμε εμείς από εμάς, μετά και τότε μόνο νίκησαν εκείνοι.
Και κάτι ακόμα προς την απέναντι πλευρά του Αιγαίου, που τον τελευταίο καιρό με ένταση δεν σταματά να προσβάλλει, να προκαλεί και να κομπορρημονεί δηλητηριάζοντας τον τουρκικό λαό με μία επικίνδυνη για τη σταθερότητα και την ειρήνη ανθελληνική εχθροπάθεια.
Τα τότε τραγικά παθήματα για μας έχουν γίνει σήμερα στέρεα μαθήματα. Η Ελλάδα και οι Έλληνες παρά τις κομματικές αντιπαραθέσεις στο πλαίσιο της δημοκρατικής λειτουργίας είμαστε πιο ενωμένοι και πιο ισχυροί από ποτέ. Με λογισμό και θάρρος είμαστε μία σιδηρά γροθιά άμυνας απέναντι στο άδικο σε προκλήσεις, νταηλίκια και απειλές. Ας το γνωρίζουν λοιπόν καλά είτε πρωί, είτε μεσημέρι, είτε βράδυ, είμαστε πάντα και θα είμαστε για πάντα εδώ έτοιμοι για την ειρήνη, έτοιμοι ο μη γένοιτο και για τη σύγκρουση.