Άρθρο ευρωβουλευτή ΝΔ Γ. Κουμουτσάκου στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”
Η πρόταση του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών για την δημιουργία ενός δεύτερου, χωριστού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μόνον για τις χώρες της Ευρωζώνης έχει ήδη πυροδοτήσει έντονες συζητήσεις. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια εξαιρετικά προωθημένη σκέψη που κατατίθεται στο “τραπέζι” του δημόσιου ευρωπαϊκού διαλόγου λίγο πριν τη διεξαγωγή της κρισιμότερης εκλογικής αναμέτρησης στην ιστορία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Και, βέβαια, δεν αφήνει οποιαδήποτε αμφιβολία -εάν ακόμα υπήρχε- ότι η Γερμανία έχει αποφασίσει να ηγηθεί της Ευρώπης όχι μόνον οικονομικά αλλά και πολιτικά.
Με την πρότασή του ο Γερμανός πολιτικός φαίνεται να επιδιώκει ειλικρινά την ταχύτερη εμβάθυνση της Ευρωζώνης και επομένως την ουσιαστικότερη προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ταυτόχρονα όμως τυχόν εφαρμογή αυτής της πρότασης θα οδηγούσε στη διάσπαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του δημοκρατικότερου θεσμού του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και του ισχυρότερου συμβόλου ενότητας της Ευρώπης και των λαών της. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η πρώτη αντίδραση που καταγράφεται στις κατ΄ιδίαν συζητήσεις των ευρωβουλευτών, ανεξαρτήτως πολιτικής οικογένειας ή χώρας προέλευσης, κλιμακώνεται από επιφυλακτική και ψυχρή έως απόλυτα αρνητική. Δεν είναι λίγοι, μάλιστα, εκείνοι που βλέπουν στην πρόταση αυτή μια “πρόταση διάσπασης” της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η πρόταση Σόιμπλε δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς μία εκ βάθρων αναθεώρηση των ισχυουσών Ευρωπαϊκών Συνθηκών. Τόσο στο προοίμιο όσο και σε επιμέρους διατάξεις του “Συντάγματος” της Ένωσης, ορίζεται σαφώς ότι η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και το ενιαίο νόμισμα αποτελούν σκοπό όλων ανεξαιρέτως των κρατών-μελών και της ίδιας της Ένωσης. Μάλιστα τα κράτη- μέλη που δεν ανήκουν στην Ευρωζώνη χαρακτηρίζονται από τις Συνθήκες ως “κράτη-μέλη με παρέκκλιση”, δηλαδή ως κράτη-μέλη που -ως εξαίρεση- δεν έχουν ακόμα ενταχθεί στην Ευρωζώνη. Συγκεκριμένα, στο προοίμιο των Συνθηκών αναφέρεται ρητά ότι και τα 28 κράτη-μέλη είναι αποφασισμένα… “να επιτύχουν την ενίσχυση και τη σύγκλιση των οικονομιών τους και την ίδρυση Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, η οποία θα συμπεριλαμβάνει… ένα ενιαίο και σταθερό νόμισμα.” Τα πράγματα λοιπόν είναι ξεκάθαρα από θεσμική άποψη.
Αλλά ακόμα και το πιο ακραίο, θεωρητικό σενάριο που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, εκείνο της αλλαγής του σημερινού εσωτερικού κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ώστε τα νομοθετικά κείμενα που αφορούν στην Ευρωζώνη να ψηφίζονται μόνον από Ευρωβουλευτές που ανήκουν σε κράτη –μέλη της, είναι απολύτως εξωπραγματικό. Διότι και αυτό το φανταστικό σενάριο προσκρούει στις Συνθήκες, αφού έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την θεμελιώδη αρχή της ισότητας των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τυχόν παρέκβαση από αυτήν την αρχή θα μπορούσε στην ακραία του μορφή να οδηγήσει στο απίθανο ενδεχόμενο οι ευρωβουλευτές της Μάλτας και της Κύπρου να μην έχουν δικαίωμα να ψηφίσουν έναν κανονισμό για τις σιδηροδρομικές μεταφορές καθώς δεν θα είχαν “έννομο” συμφέρον, αφού στις χώρες τους δεν υπάρχει σιδηρόδρομος!
Είναι σαφές λοιπόν ότι η πρόταση Σόιμπλε περί δύο Κοινοβουλίων θέτει ξεκάθαρα ζήτημα συνολικής αναθεώρησης των Συνθηκών. Όμως, στο σημερινό ρευστό, γεμάτο αποκλίσεις και εντάσεις ευρωπαϊκό περιβάλλον, η εκ θεμελίων αναθεώρηση των Συνθηκών είναι κίνηση εξαιρετικά υψηλού ρίσκου. Η αναθεωρητική διαδικασία είναι ούτως ή άλλως ιδιαίτερα δυσχερής και πολύπλοκη και μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε “πεδίο μάχης” μεταξύ αντιτιθέμενων απόψεων οδηγούμενη έτσι σε αδιέξοδο. Αλλά ακόμα και αν κατέληγε σε κάποιο αποτέλεσμα, αυτό, ως προϊόν μεγάλων συμβιβασμών, δε θα προωθούσε όσο θα έπρεπε την “περισσότερη Ευρώπη”. Αρκεί κανείς να συνυπολογίσει τη στάση της Μεγάλης Βρετανίας αλλά και άλλων χωρών, τις αποφάσεις των οποίων επηρεάζουν ανερχόμενες ευρωσκεπτικιστικές- ευρωαρνητικές δυνάμεις. Επιπλέον, ουδείς μπορεί να αποκλείσει ότι τελικώς εθνικά κοινοβούλια, ή δημοψηφίσματα σε διάφορα κράτη-μέλη θα οδηγούσαν στην απόρριψη των αναθεωρημένων Συνθηκών. Είναι γνωστή άλλωστε η οδυνηρή αυτή εμπειρία. Εν κατακλείδι, μία αποτυχημένη προσπάθεια αναθεώρησης θα βύθιζε την Ευρώπη σε μία νέα κρίση. Σε μια νέα μεγάλη περιπέτεια την οποία πολύ αμφιβάλλω εάν θα μπορούσε να αντέξει αυτήν τη φορά η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στην παρούσα λοιπόν συγκυρία πιστεύω ότι η πιο ρεαλιστική λύση θα ήταν να εξαντληθούν τα όρια βελτίωσης των σημερινών Συνθηκών, χωρίς να ανοιχθεί ο ασκός του Αιόλου της εκ βάθρων αναθεώρησης. Άλλωστε αυτή η πρακτική έχει ακολουθηθεί τα τελευταία χρόνια για την προώθηση της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης που εξελίσσεται χωρίς τροποποίηση των Ευρωπαϊκών Συνθηκών.
Eίναι δύσκολο να μη δει κανείς ότι πίσω από την πρόταση Σόιμπλε κρύβεται ειλικρινής ανησυχία για την σύνθεση του επόμενου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η ενίσχυση των δυνάμεων που αντιτίθενται στην ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι πράγματι ορατό ενδεχόμενο και αιτία μεγάλου προβληματισμού. Πιστεύω όμως ότι, παρά τη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τελικά η μεγάλη πλειοψηφία των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα είναι και πάλι φιλοευρωπαϊκή. Για να επιτευχθεί όμως αυτό θα πρέπει οι ισχυρές χώρες της Ένωσης, με πρώτη τη Γερμανία, να προχωρήσουν το ταχύτερο στα απαραίτητα γενναία βήματα για “Ανάπτυξη- Ανταγωνιστικότητα-Απασχόληση- Κοινωνική Συνοχή”.