ΤΟ 2022 ήταν, με ευθύνη της Τουρκίας, μια χρονιά γεμάτη τοξικότητα και εχθροπάθεια στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Τέτοιας διάρκειας και έντασης βαριά ατμόσφαιρα καθημερινών
προκλήσεων και απειλών δεν υπήρξε ούτε και μετά το επεισόδιο των Ιμίων. Παρά το ιδιαίτερα άσχημο κλίμα του προηγούμενου 12μήνου, αντιπαράθεση στο πεδίο ή θερμό επεισόδιο δεν υπήρξε. Τα χειρότερα αποφεύχθηκαν. Η Ελλάδα ευφυώς δεν εγκλωβίστηκε στο επικίνδυνο δίλημμα στο οποίο επιδιώκει να τη σύρει η Άγκυρα: «Συνολική διαπραγμάτευση ή κρίση». Το επιτύχαμε ως αποτέλεσμα της διπλωματικής ανάσχεσης και της επιχειρησιακής αποτροπής που εφαρμόζει ψύχραιμα και αποφασιστικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ όμως που επί τόσο καιρό παράγει η Άγκυρα έχει δηλητηριάσει σε βάθος τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Θα τη βρίσκουμε μπροστά μας για πολύ καιρό ακόμα. Η ήδη μεγάλη απόσταση των θέσεων Ελλάδας – Τουρκίας έχει διευρυνθεί ακόμα περισσότερο, λόγω και της απαράδεκτης τουρκικής εμμονής στον αφοπλισμό των ελληνικών νησιών ως προϋπόθεση για την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επ’ αυτών.
ΠΡΟΣΘΕΤΗ σοβαρή εξέλιξη είναι το ότι η γνωστή απειλή πολέμου – «casus belli» όχι μόνον επαναλαμβάνεται από την Άγκυρα, αλλά και επεκτείνεται μέχρι και νότια της Κρήτης. Η προβληματική «ύλη» των ελληνο-τουρκικών έχει διευρυνθεί σε βαθμό που να μοιάζει πλέον με μεγάλο κόμπο από μπετονιά. Την ίδια ώρα η απευθείας επικοινωνία σε επίπεδο κορυφής έχει διακοπεί από τον Τούρκο πρόεδρο με το θεατρικό εκείνο «Μητσοτάκης γιοκ».
ΑΝ ΚΑΙ σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, Ελλάδα και Τουρκία είναι δύο ξένοι στην ίδια γειτονιά. Η Ελλάδα είναι μια δυτική, ευρωπαϊκή δημοκρατία. Η Τουρκία μια αυταρχική δεσποτεία με δημοκρατική επίφαση. Η Ελλάδα είναι αναπόσπαστο και αξιόπιστο μέλος του δυτικού κόσμου. Η Τουρκία κοιτάζει κλεφτά στη Δύση, φλερτάρει με τον αυταρχικό ρωσικό Βορρά, ενώ η ψυχή της είναι δοσμένη στην Ανατολή. Η Ελλάδα είναι χώρα του status quo και του διεθνούς δικαίου. Πόλος σταθερότητας. Η Τουρκία της «Γαλάζιας Πατρίδας» είναι αναθεωρητική δύναμη, με αντίληψη και συμπεριφορά «ζωτικού χώρου». Στο σημείο αυτό θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι ο αναθεωρητισμός συχνά είναι η άλλη λέξη για τον ιμπεριαλισμό…
Η ΤΟΥΡΚΙΑ βλέπει με φθόνο και ως απειλή για τα συμφέροντά της τις πολύ σημαντικές και θετικές ενεργειακές εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Από αυτές τις εξελίξεις έμεινε εκτός, εξαιτίας των θέσεών της που αγνοούν θεμελιώδεις αρχές και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Αν δούμε με ψυχρή ματιά τη μεγάλη εικόνα, παρατηρούμε ότι σήμερα εκείνα που χωρίζουν τις δύο χώρες, δυστυχώς, είναι πιο πολλά και σοβαρά από εκείνα που τις ενώνουν.
Ο ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ δείχνει ότι το 2023 δεν μπορεί να είναι πολύ διαφορετικό από το 2022. Τουλάχιστον μέχρι τη διεξαγωγή των τουρκικών εκλογών, η συμπεριφορά της Άγκυρας θα παραμείνει τοξική. Όλα δείχνουν ότι ο Ερντογάν θα συνεχίσει την ακραία προκλητικότητα, η οποία θα γνωρίσει
νέες ημέρες και εξάρσεις.
ΘΑ ΔΙΑΒΕΙ τελικά ο Ερντογάν το «κατώφλι της λογικής»; Θα επιδιώξει αντιπαράθεση στο πεδίο; Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται. Γνωρίζει ότι η Ελλάδα είναι διπλωματικά και στρατιωτικά ισχυρή. Αποφασισμένη να προστατεύσει τα συμφέροντα, την εδαφική ακεραιότητα και την εθνική της αξιοπρέπεια. Γνωρίζει επίσης ότι οι «μεγάλοι παίκτες» στην περιοχή, πλην Ρωσίας που θα ήθελε ένα ρήγμα στο ΝΑΤΟ, δεν θα αποδεχθούν συγκρουσιακές τυχοδιωκτικές κινήσεις. Η αμφίσημη στάση
της αμερικανικής κυβέρνησης στο θέμα της προμήθειας των F16 είναι ενδεικτική. Δεν θα διακινδυνεύσει λοιπόν ο Ερντογάν κάτι που θα μπορούσε να τον οδηγήσει, προεκλογικά μάλιστα, σε γεωπολιτικό «αυτοτραυματισμό» και πολιτική κατάρρευση.
ΜΕΣΑ σε αυτό το ομιχλώδες τοπίο υπάρχουν και κάποιες αχτίδες φωτός. Εάν τελικά οι εκλογές στην Τουρκία γίνουν όταν και όπως προβλέπεται, θα προκύψει μια ενδιαφέρουσα πολιτική πραγματικότητα. Το 2023 μπορεί να χωριστεί στα δύο: «Στο εξάμηνο της έντασης και στο εξάμηνο της διπλωματίας». Εξηγούμαι. Σ’ έναν πολύ σπάνιο «συγχρονισμό», από το δεύτερο εξάμηνο του 2023 θα υπάρχουν νεοεκλεγμένες κυβερνήσεις και στα τρία κράτη του «τριγώνου» Ελλάδα – Κύπρος – Τουρκία.
Ο «ΚΙΝΔΥΝΟΣ» του πολιτικού κόστους δεν θα είναι άμεσος και επικείμενος. Οι επικείμενες επισκέψεις Μπλίνκεν στο «τρίγωνο» Αθήνα – Άγκυρα – Λευκωσία αποκαλύπτουν ότι αυτό το «παράθυρο ευκαιρίας» δεν έχει περάσει απαρατήρητο από τον διεθνή παράγοντα. Οι επισκέψεις αυτές μοιάζουν με προάγγελο προσπάθειας για εκτόνωση της σημερινής ελληνο-τουρκικής έντασης και για εκκίνηση διπλωματικής δράσης, επαφών και συζητήσεων. Αυτό βεβαίως δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι τα προβλήματα στο τρίγωνο Αθήνα – Λευκωσία – Άγκυρα παραμένουν πολλά, σοβαρά, πολύπλοκα, δύσκολα και δυσεπίλυτα. Εμπειρία δεκαετιών έχει δείξει ότι στις ελληνο-τουρκικές
σχέσεις, σε κάθε στροφή οποιασδήποτε συζήτησης, καραδοκεί η τουρκική «βουλιμία».
ΕΝΑ ΕΙΝΑΙ το συμπέρασμα: Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις χρειάζονται εκτόνωση και μακρά περίοδο ύφεσης. Χωρίς αυτήν, οι προοπτικές τυχόν συζητήσεων και διαβουλεύσεων θα είναι εξαρχής υποθηκευμένες. Χωρίς στέρεη ύφεση και οικοδόμηση εμπιστοσύνης, το 2023 -επετειακό έτος 100
χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης και την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας- κινδυνεύει να αποδειχθεί, στην καλή περίπτωση, επανάληψη του δύσκολου 2022. Καταληκτικά, μια κρίσιμη υποσημείωση: Είναι γνωστό ότι οι προβλέψεις είναι πολύ δύσκολες. Ειδικά όταν αφορούν το απώτερο μέλλον!
διαβάστε το άρθρο εδώ: