Ομιλία στο Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Ο Αγώνας του 1821 στη θάλασσα και οι επιτυχίες των Ελλήνων ναυτικών και πυρπολητών» που διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Χίου, Ψαρών και Οινουσσών υπό την αιγίδα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
«Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις». Προϋπόθεση της γνώσης, έλεγε ο Αντισθένης τον 4ο π.Χ. αιώνα, είναι η κατανόηση των όρων, η κατανόηση του περιεχομένου και της ουσίας των λέξεων.
Τι σημαίνει ναυτοσύνη;
Η αναζήτηση στα λεξικά της ερμηνείας του όρου «ναυτοσύνη» αφήνει μια γεύση απογοήτευσης. Αρχικά διαπιστώνει κανείς ότι σε ορισμένα ακόμα και σε έγκριτα λεξικά της ελληνικής γλώσσας, όπως αυτό της Πρωίας, το λήμμα «ναυτοσύνη», δεν υπάρχει. Αλλά και εκεί που υπάρχει, ερμηνεύεται με έναν δωρικά λιτό τρόπο. «Ναυτοσύνη: 1. η ναυτική ιδιότητα, το επάγγελμα του ναύτη, 2. το σύνολο των ναυτικών.»
Η ναυτοσύνη ως πόθος ελευθερίας
Στην πιο αναλυτική διευρυμένη περιγραφή και ερμηνεία, η ναυτοσύνη, ορίζεται ως ένα ευρύ πεδίο και σύνολο γνώσεων για τα ναυτικά ζητήματα. Πρωτίστως αφορά στις τεχνικές γνώσεις επί των πλοίων, του εξαρτισμού, των χειρισμών της εν πλω διακυβέρνησης, της συντήρησης και άλλα. Αφορά επίσης και σε άλλες,-εκτός ναυσιπλοΐας- γνώσεις και δράσεις, όπως η εξασφάλιση ναύλου, η φόρτωση, η καταμέτρηση κ.λ.π.
Είναι όμως μόνον η κατοχή των θαλασσινών γνώσεων και των τεχνικών, αυτό που οι Έλληνες καταλαβαίνουμε, εννοούμε και αισθανόμαστε όταν φέρνουμε στα χείλη μας αυτήν τη σπουδαία λέξη;
Τι σημαίνει ναυτοσύνη;
Αισθάνομαι ότι για εμάς του Έλληνες, ναυτοσύνη σημαίνει και είναι κάτι πολύ ευρύτερο, πολύ πιο ισχυρό από τις γνώσεις και τις τεχνικές της θάλασσας. Η «ναυτοσύνη» για εμάς είναι ένας μυστηριακός, μεταφυσικός θα τολμούσα να πω, δεσμός πεπρωμένου ενός έθνους με τη θάλασσα. Ένα δέσιμο ακατάλυτο και καταλυτικό.
Δεν είναι μόνον οι γνώσεις, οι τεχνικές, η ικανότητα. Είναι το ένστικτο της θάλασσας. Είναι ο διαρκής έρωτας με το απέραντο γαλάζιο και τους ελεύθερους, ανοικτούς ορίζοντές του. Τελικά, ένας έρωτας με την ίδια την ελευθερία. Στον πυρήνα λοιπόν της ναυτοσύνης βρίσκεται πρωτίστως ο πόθος για την ελευθερία. Αυτό τα λέει και τα εξηγεί όλα. Ένας ναυτικός λαός, ένα ναυτικό έθνος είναι, δεν μπορεί παρά να είναι ένας ελεύθερος λαός, ένα ελεύθερο έθνος.
Τα ιστορικά γεγονότα, έρχονται να επιβεβαιώσουν το διαχρονικό δέσιμο θάλασσας, ναυτοσύνης και ελευθερίας. Αυτά είναι τα τρία συστατικά, όχι μόνον του επαναστατικού ναυτικού αγώνα των Ελλήνων για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, αλλά και της προεπαναστατικής ναυτικής δράσης τους που αποτέλεσε, εν τοις πράγμασι, προετοιμασία του ξεσηκωμού του Γένους.
Η προ-επαναστατική «κυοφορία» του ελληνικού στόλου
Είμαστε στο 1809, δώδεκα χρόνια πριν το ξέσπασμα της Επανάστασης. Ο φέρελπις Γάλλος διπλωμάτης Auguste de Jassaud, ως πρόξενος της Γαλλίας στη Σμύρνη, μετά από διατεταγμένη αποστολή στα νησιά του Αρχιπελάγους υποβάλλει, τον Αύγουστο του 1809, στις Αρχές της πατρίδας του «Υπόμνημα για τη φυσική και πολιτική κατάσταση των νήσων Ύδρας, Σπετσών Ψαρών και Πόρου[1]».
Σε αυτό ο Γάλλος διπλωμάτης αναφέρει: «Οι νησιώτες υπήρξαν οι πρώτοι ανάμεσα στους Έλληνες που έδωσαν μια γενναία ώθηση στο έθνος ολόκληρο· οφείλουν πρώτοι επίσης, να αξιωθούν την προσοχή μας. Από τους βράχους τους απέπλευσαν τα πλοία που καλύπτουν ήδη τις θάλασσες της Ανατολής. Οι τολμηροί αυτοί θαλασσοπόροι, χωρίς καμιά εξωτερική βοήθεια, κατόρθωσαν να υπερπηδήσουν όλα τα εμπόδια τα οποία τους παρενέβαλλε η φύση και η κατάσταση της δουλείας όπου είχαν περιέλθει. Διέσπασαν τους αγγλικούς στόλους που είχαν αποκλείσει τα λιμάνια μας του Νότου και ανεφοδίασαν τις μεσημβρινές επαρχίες μας. Κατάφεραν στον εμπορικό μας στόλο της Μεσογείου, με τη δημιουργία και την ανάπτυξη του δικού τους. Ήταν ένα πλήγμα από το οποίο ο γαλλικός στόλος ίσως δεν θα αναλάβει ποτέ.
Οι Έλληνες νησιώτες κατέδειξαν επίσης κατά τη διάρκεια των τελευταίων πολέμων της Ρωσίας με την Πύλη, τις προσπάθειες που είναι ικανοί να καταβάλλουν για να συντρέξουν τη Δύναμη η οποία θα τους προσφέρει χέρι βοηθείας».
Και συνεχίζει ο οξυδερκής Γάλλος διπλωμάτης: «(Οι Έλληνες)… χωρίς να τρέφουν πραγματική προτίμηση για τη μια ή την άλλη ξένη κυβέρνηση, θα εκδηλώσουν την προτίμησή τους προς εκείνην η οποία, πρώτη θα τους παράσχει τα μέσα να αποσείσουν τη δουλεία. Το ζήτημα λοιπόν για εμάς (τη Γαλλία) είναι να επιβληθούμε στην κοινή γνώμη τους, να την κατευθύνουμε προς τους σκοπούς μας. Να τους επιτρέψουμε να αντιληφθούν ότι καλύτερη διακυβέρνηση είναι εκείνη της οποίας οι εξουσίες είναι καλύτερα κατανεμημένες· ότι όσο περισσότερο ένα κράτος είναι πολιτισμένο, τόσο οι λαοί που εξαρτώνται από αυτό είναι ευτυχέστεροι». Και ο Auguste de Jassaud καταλήγει στην πιο ουσιαστική για τις μελλοντικές εξελίξεις, πρότασή του: «Να τους αφήσουμε, να διαβλέψουν, στο μέλλον, αυτήν την πλήρη ανεξαρτησία, την οποίαν επιδιώκουν και, ίσως, δικαιούνται».
Τα συμπεράσματα από το κείμενο αυτό, το οποίο θυμίζω ότι γράφτηκε και υποβλήθηκε δώδεκα χρόνια πριν τον ξεσηκωμό του Γένους, είναι πολύ σημαντικά. Οι Έλληνες νησιώτες και ο στόλος που είχαν δημιουργήσει, μαζί με τη ναυτική τους δεινότητα τόσο για εμπόριο όσο και για μάχες στη θάλασσα, είχαν καταστεί ένας ιδιαίτερα υπολογίσιμος παράγοντας ισχύος και επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Γαλλία, λοιπόν, είχε συμφέρον να φέρει κοντά της και να αξιοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς, τις μεγάλες δυνατότητες της ναυτικής παρουσίας των Ελλήνων στην περιοχή αυτή. Για να το επιτύχει αυτό η Γαλλία θα έπρεπε να τους βοηθήσει, στην επιδίωξή τους να αποτινάξουν τον Οθωμανικό ζυγό και να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους.
Οι πολύ ουσιώδεις και ευθύβολες αυτές εκτιμήσεις είχαν βασιστεί στην πραγματικότητα που επικρατούσε στη θάλασσα της Μεσογείου των αρχών του 19ου αιώνα. Δηλαδή στη δύναμη της ανυπέρβλητης ναυτοσύνης των Ελλήνων.
Τις εκτιμήσεις αυτές του Γάλλου διπλωμάτη, επιβεβαιώνει και ενισχύει ο σπουδαίος Σκώτος ιστορικός John Galt στο βιβλίο του «Voyages and travels in the years 1809,1810, 1811», όπου εκθειάζει τους Έλληνες ναυτικούς γράφοντας: «Θεωρούνται οι καλύτεροι ναυτικοί στην Ανατολή ταξιδεύοντας με αλόγιστο θάρρος στην κακοκαιρία και δεν διστάζουν να σαλπάρουν νύκτα κατά των εχθρών τους και των πειρατών. Με απέραντες ναυτικές γνώσεις, έχουν έννοια και της τελευταίας γωνιάς της Μεσογείου[2]».
Η άνοδος του εμπορικού στόλου που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ελληνικός, εκκινεί από τον 18ο αιώνα στα νησιά του Ιονίου και σταδιακά ενισχύεται από εκείνον που «κτίζουν» οι νησιώτες του Ανατολικού Αιγαίου. Τα τελευταία τριάντα χρόνια του 18ου αιώνα και αρχές του 19ου , αναπτύχθηκαν οι στόλοι και των υπόλοιπων νησιών του Αιγαίου, με την δυναμική είσοδο στο προσκήνιο της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, που εκμεταλλεύτηκαν πλήρως τις ευκαιρίες που έδωσαν οι γαλλικοί πόλεμοι στους Έλληνες καραβοκυραίους και ναυτικούς.
Οι πόλεμοι της Γαλλικής Επανάστασης (1792-1801) και κατόπιν οι Ναπολεόντιοι πόλεμοι (1803-1815) είχαν οδηγήσει σε οριστική παρακμή το ναυτικό της Βενετίας και είχαν πολύ εξασθενίσει εκείνο της Γαλλίας. Αυτό το κενό κάλυψε η αλματώδης ανάπτυξη των αιγαιοπελαγίτικων στόλων και κυρίως εκείνων της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, που στην Επαναστατική περίοδο μετατρέπονται στον «τρινήσιο στόλο».
Σημαντικούς στόλους είχαν επίσης δημιουργήσει το Γαλαξίδι και η Κάσος, οι οποίοι δυστυχώς δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν για πολύ στον αγώνα καθώς καταστράφηκαν νωρίς μετά το ξεκίνημά του από τους Οθωμανούς, το 1821 και 1824 αντίστοιχα.
Πριν από τους γαλλικούς πολέμους την μεγάλη ώθηση στην ελληνική θαλασσινή δραστηριότητα είχε δώσει η Συνθήκη που επισφράγισε τη ρωσική νίκη στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-1774. Η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή άνοιξε το δρόμο στην ανάμειξη των Ρώσων στις εσωτερικές υποθέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την εξασφάλιση και προστασία των ορθοδόξων Οθωμανών υπηκόων. Μέσα σε αυτό το ευνοϊκό γεωπολιτικό περιβάλλον, το εμπορικό ναυτικό των Ελλήνων επωφελείται από το άνοιγμα των Στενών και αναπτύσσεται υπό την προστασία της ρωσικής σημαίας. Αυτές οι καθοριστικές για την ελληνική ναυτιλία εξελίξεις, συνοδεύονται και από την προσέλκυση ελληνικού πληθυσμού στην Κριμαία, στο Αζόφ και στην Οδησσό, όπου, μετά από λίγο, δημιουργείται η έδρα της Φιλικής Εταιρείας.
Ελληνικά πλοία μεταφέρουν τη σιτοπαραγωγή της «Νοβορωσίας» και οι Έλληνες «υφαίνουν» εμπορικά δίκτυα σε όλη την ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και του Αρχιπελάγους. Η ναυτική δραστηριότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, γίνεται, εν πολλοίς, υπόθεση των Ελλήνων. Η ναυτική τους παρουσία και ισχύς γίνονται μέρα με την ημέρα μεγαλύτερες.
Επιπλέον και παράλληλα, η ελληνική ναυτοσύνη ήταν απαραίτητη και για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Τούρκοι, που ξεκίνησαν από τα βουνά και τις στέπες την Κεντρικής Ασίας και έφτασαν να κυριεύσουν όλα τα εδάφη που περιβάλλουν την Ανατολική Μεσόγειο, παρέμειναν ξένοι προς τη θάλασσα. Δεν είχαν και δεν απέκτησαν, έως και σήμερα, «ναυτοσύνη».
Έτσι, χρησιμοποίησαν αναγκαστικά τους Έλληνες για τις αμιγώς ναυτικές εργασίες των πλοίων τους, ενώ εκείνοι κράτησαν τα πολεμικά καθήκοντα. Με το πέρασμα του χρόνου η Πύλη έφτασε να παραχωρήσει στους Έλληνες ναυτικούς και ορισμένα προνόμια, όπως συνέβη με την Ύδρα.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, οι Έλληνες ναυτικοί μάκρυναν τα ταξίδια και τους πλόες τους. Ξανοίχτηκαν σε πελάγη και θάλασσες μακρινές. Έκτισαν μεγαλύτερα καράβια και διεύρυναν τις εμπορικές τους σχέσεις σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Η καταφυγή στην ελεύθερη θάλασσα ήταν ανάγκη βιοτική αλλά και ανάγκη ελευθερίας. Ταξίδεψαν, με ρόλους συχνά εναλλασσόμενους, ως καραβοκύρηδες, έμποροι, κουρσάροι, πειρατές, καπεταναίοι και ναύτες.
Πέρα από το εμπόριο και την σκληραγώγηση σε κάθε μορφής συγκρούσεις, οι Έλληνες ναυτικοί έγιναν εκ των πραγμάτων και φορείς νέων ιδεών και αντιλήψεων. Ερχόμενοι σε επαφή με τον τότε δυτικό κόσμο, ανακαλύπτουν πράγματα άγνωστα στην Ανατολή. Άλλους τρόπους ζωής. Διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες και συνήθειες. Φιλελεύθερες ιδέες. Αυτό διεύρυνε τους ορίζοντές τους. Και αυτός ήταν ένας από τους πολύ σημαντικούς παράγοντες στην κυοφορία και την προετοιμασία του ξεσηκωμού. Ο σπόρος της αντίστασης κατά της καταπίεσης και της οθωμανικής τυραννίας όχι μόνον έπεσε στα κύματα αλλά και ταξίδεψε, στα πελάγη και στις θάλασσες.
Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι της θάλασσας βοήθησαν στην επαναστατική προετοιμασία και με τη συμμετοχή τους στη Φιλική Εταιρεία, διαδίδοντας τις αρχές και τη φιλοσοφία της στα διάφορα λιμάνια και εμπορικά κέντρα όπου έπιαναν τα καράβια τους και έκαναν τις δουλειές τους.
Επιπλέον, τα πλούτη που συγκέντρωσαν με την τολμηρή και κερδοφόρα δραστηριότητά τους, επέτρεψαν όταν έφτασε η ώρα, την οικονομική ενίσχυση του ναυτικού αγώνα. Έτσι, τις παραμονές της ελληνικής Επανάστασης ο ελληνόκτητος στόλος ήταν ιδιαίτερα υπολογίσιμος με σημαντικές βάσεις σε όλα τα μέτωπα του αγώνα.
Τα νησιά και τα λιμάνια του Ιονίου Πελάγους διέθεταν 257 σκάφη, τα νησιά και τα ηπειρωτικά λιμάνια του Δυτικού Αιγαίου 268, οι Κυκλάδες 117, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου 136 και η Κρήτη 40 σκάφη. Όμως η ναυτική ισχύς των Ελλήνων δεν ήταν μόνον τα καράβια τους. Ήταν οι ίδιοι. Οι άνθρωποι, οι ναυτικοί που τα επάνδρωναν. «Ουσιαστικά, «είναι οι ίδιοι εμποροκαπετάνιοι που έσπαγαν αποκλεισμούς και αντιμετώπιζαν κουρσάρους και πειρατές, κυβερνώντας εμπορικά πλοία εξοπλισμένα πάντα με κανόνια, οι οποίοι μετεξελίχθηκαν σε πολεμιστές του Αγώνα. Οι εμποροκαπετάνιοι, που επεδίωκαν το κέρδος φθάνοντας μέχρι και έξω από το Γιβραλτάρ, όπως ο Μιαούλης, ο Τομπάζης, ο Σαχτούρης, ο Κριεζής, ο Τσαμαδός υπήρξαν ναύαρχοι και πρωταγωνιστές της Ναυτικής Εποποιίας του ’21. Απλοί ναύτες όπως ο Κανάρης, ο Παπανικολής, ο Πιπίνος, ο Ματρόζος, ο Νικόδημος και ο Βώκος αναδείχθηκαν σε περίφημους, ήρωες, μπουρλοτιέρηδες[3]».
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο καπετάν Παναγιώτης Τσάκος: «Η ελληνική ναυτιλία αποτέλεσε τη μεγάλη δύναμη του ιερού αγώνα. Οι ναυτιλλόμενοι Έλληνες των επαναστατικών χρόνων μεταμορφώθηκαν ευθύς ως ανέμισε η σημαία της εθνεγερσίας: Οι πλοίαρχοι έγιναν στόλαρχοι και ναύαρχοι. Οι συντροφοναύτες έγιναν πυρπολητές, στολοκάφτες και ναυμάχοι. Τα σιτοκάραβα μετατράπηκαν σε πολεμικά πλοία και πυρπολικά σκάφη.[4]»,
Στόλος πριν από το κράτος
Με τους σκλαβωμένους Έλληνες συνέβη κάτι πρωτόγνωρο. Δημιούργησαν «πολεμικό» ναυτικό πριν δημιουργήσουν κράτος. Δεν ήταν βέβαια ένα συγκροτημένο ναυτικό όπως το καταλαβαίνουμε σήμερα. Ουσιαστικά, ο επαναστατικός στόλος των εξεγερμένων Ελλήνων που με επιτυχία διεξήγαγε το ναυτικό αγώνα, αποτελείτο από ιδιωτικά πλοία.
Ο καθένας καραβοκύρης πολεμούσε «με το καράβι του και το πουγκί του». Συχνά, οι πρόκριτοι και το «κοινό ταμείο» κάθε νησιού καθόριζαν εκ περιτροπής τους καπετάνιους που θα μετείχαν σε μια επιχείρηση και τους έδιναν προκαταβολή. Ο καπετάνιος επέλεγε το πλήρωμά του και βαθμολογούσε τους αξιωματικούς κατά την κρίση του.» Πρέπει να επισημανθεί ότι, ανεξάρτητα από τον συνολικό αριθμό του ελληνόκτητου στόλου, ποτέ δεν κινητοποιήθηκαν ταυτόχρονα περισσότερα από 60-70 πλοία. Τα οικονομικά μέσα των τριών νησιών Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, που κατά κύριο λόγο επωμίσθηκαν το ναυτικό αγώνα, και ακόμα περισσότερο της «Κεντρικής Διοίκησης», δεν το επέτρεπαν.
Πέραν όμως αυτού, υπήρχε και ο ανταγωνισμός και οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των νησιών. Η φιλοπρωτία μεταξύ Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών εμπόδισε τον ορισμό επικεφαλής του στόλου του λεγομένου «Μινίστρου των Ναυτικών». Αντ’ αυτού διορίστηκε «Επιτροπή Μινίστρων» με έναν εκπρόσωπο από το κάθε νησί. Εκ των πραγμάτων, αυτή η επιτροπή είχε μειωμένες αρμοδιότητες. Η πραγματική ισχύς παρέμενε στο «Κοινό Ταμείο» ή «Βουλή» του κάθε νησιού, που αποφάσιζε πολλές φορές ανεξάρτητα από τα αντίστοιχα «Κοινά Ταμεία» των άλλων νησιών[5].
Συμπέρασμα: Κατά τη διάρκεια του Αγώνα και κυρίως τα πρώτα χρόνια του, υπήρξε έλλειψη συντονισμού της ναυτικής δράσης και κατ’ επέκταση, πλήρης απουσία κοινής διοίκησης με ό,τι αυτό σημαίνει για την πειθαρχία καπετάνιων και πληρωμάτων. Συχνά, ακόμη και στις κοινές επιχειρήσεις κάθε νησί συμμετείχε με το δικό του ναύαρχο.
Επιπλέον, δεν υπήρχε ενιαία σημαία των πλοίων. Τα νησιά είχαν θεσπίσει διαφορετικές σημαίες για τα πλοία τους. Κοινό τους χαρακτηριστικό ήταν ο μεγάλος χριστιανικός σταυρός στη μέση που «πατούσε» σε μια ανεστραμμένη ημισέληνο, κατά τα λοιπά, οι σημαίες διέφεραν. Π.χ. στη σημαία της Ύδρας δέσποζε το «Ή τάν ή επί τάς», ενώ σε εκείνες των Σπετσών και των Ψαρών το «Ελευθερία ή θάνατος».
Ακόμα και τα σηματολόγια για τη μεταξύ των πλοίων συνεννόηση και διαβίβαση εντολών, ήταν ξεχωριστά για κάθε νησί.
Οι μεταξύ των νησιών, ανταγωνισμοί, εγωισμοί και διχογνωμίες ήταν μια πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμα και όταν ο Μιαούλης απέκτησε ιδιαίτερο κύρος, με την ηγετική φυσιογνωμία, το θάρρος και τη σωφροσύνη του, δεν διορίστηκε τυπικά ως αρχηγός του στόλου, αν και όλοι τον αντιμετώπιζαν ως τέτοιο.
Είναι εντυπωσιακό ότι τελικά αρχηγός στόλου διορίστηκε μόνον το 1827, και αυτός ήταν Βρετανός! Ήταν ο αμφιλεγόμενος ναύαρχος Λόρδος Thomas Cochrane του οποίου η διοίκηση τίποτε το ουσιαστικό δεν κατάφερε. Η θητεία του που κράτησε μόλις εννέα μήνες, έληξε άδοξα το Δεκέμβριο του 1827.
«Δεν νικούν τα πλοία αλλά οι άνθρωποι»
Μέσα σε αυτές τις δυσχερείς συνθήκες είναι προφανές ότι ναυτική στρατηγική, όπως την εννοούμε σήμερα, δεν υπήρχε, ούτε και μπορούσε να υπάρχει. Πρώτα από όλα γιατί δεν υφίστατο κεντρική ναυτική διοίκηση για να την σχεδιάσει και να την εφαρμόσει, αλλά και έλειπε και η επαρκής γνώση για κάτι τόσο οργανωμένο, κεντρικά σχεδιασμένο και συντονισμένο.
Έτσι, απέναντι στο Οθωμανικό πολεμικό ναυτικό, αντί συγκροτημένης στρατηγικής, εφαρμόστηκε τακτική, ή μάλλον, τακτικές. Βασικό χαρακτηριστικό ήταν ότι επρόκειτο για την τακτική του αδύναμου εναντίον του ισχυρού. Ξαφνικές επιθέσεις, ανορθόδοξες τακτικές, ριψοκίνδυνες ενέργειες. Το μεγάλο εφόδιο για μία τέτοια μορφή ανορθόδοξου ναυτικού πολέμου ήταν η θαρρετή ναυτοσύνη των Ελλήνων έναντι της αντίστοιχης ανεπάρκειας ναυτοσύνης του αντιπάλου.
Για να έχουμε ένα μέτρο της σπουδαιότητας και της ιδιαίτερης προστιθέμενης αξίας που είχε ο παράγων της μοναδικής ελληνικής ναυτοσύνης στο αξιόμαχο του στόλου των επαναστατημένων Ελλήνων, αρκεί να αναλογιστούμε ότι τα ελληνικά πλοία υστερούσαν κατά πολύ των οθωμανικών, μεταξύ άλλων λόγω του μικρού εκτοπίσματος, των λιγότερων και ελαφρότερων πυροβόλων που μπορούσαν να φέρουν. Επιπλέον, το χαμηλό ύψος του καταστρώματος των ελληνικών σκαφών δεν επέτρεπε διεμβολισμό των μεγάλων αντίπαλων πλοίων.
Ούτε οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, που γινόταν πιο επικίνδυνες λόγω του μικρού εκτοπίσματος των σκαφών, ούτε η υπεροπλία των οθωμανικών πλοίων απετέλεσαν ανασταλτικό παράγοντα στην ανάληψη ακόμα και των πιο επικινδύνων ναυτικών αποστολών.
«Οι εκ παρατάξεως ναυμαχίες» αναφέρει ο επίτιμος αρχηγός ΓΕΕΘΑ, ναύαρχος του Πολεμικού Ναυτικού, Π. Χηνοφώτης «ανέδειξαν την ελληνική υπεροχή στη θάλασσα με αποκορύφωμα τη ναυμαχία του Γέροντα, όπου ο ελληνικός στόλος υπό τον Μιαούλη και Αποστόλη με 80 πλοία, 4800 ναύτες και 850 πυροβόλα κατίσχυσε επί τουρκοαιγυπτιακού στόλου 200 πλοίων, 50000 ναυτών και 2500 πυροβόλων. Η ναυτική ιδιοφυία και οι ελιγμοί των Ελλήνων εκμηδένισαν την εχθρική ναυτική υπεροχή.»
Ο Τούρκος Καπουδάν Πασάς, Καρά Αλής, απαντώντας στην υποτιμητική κριτική του Άγγλου ναυάρχου Τόμας για τις αλλεπάλληλες ταπεινώσεις που ένας μεγάλος πολεμικός στόλος υφίστατο από τους μέχρι πριν από λίγο υπόδουλους που μάχονταν με μικρά εμπορικά πλοία, ομολόγησε: «Δεν νικούν τα πλοία αλλά οι άνθρωποι. Οι γκιαούρηδες έχουν μικρά πλοία αλλά η ναυτοσύνη τους είναι ανυπέρβλητη και ξέρουν να τα μανουβράρουν όσο κανείς.»
Η ανυπέρβλητη ναυτοσύνη και τα πυρπολικά
Αυτές τις ικανότητες και την ξεχωριστή σχέση τους με τη θάλασσα αξιοποίησαν οι έλληνες ναυμάχοι ιδιαίτερα με τη χρήση των πυρπολικών. Τα μικρά αυτά, γεμάτα εύφλεκτα υλικά, σκάφη αποτέλεσαν το κυριότερο όπλο τους. Την τακτική του χειρισμού τους τελειοποίησαν τόσο πολύ οι Έλληνες ναυτικοί ώστε ακόμα και η εμφάνιση ενός πυρπολικού μπορούσε να σπείρει τον πανικό στα πληρώματα των αντιπάλων.
Η ταχεία εκμετάλλευση του ανέμου, ώστε να βρεθεί το πυρπολικό στο προσήνεμο του αντιπάλου, η στέρεα προσκόλλησή του στο εχθρικό πλοίο, η έγκαιρη ανάφλεξη και εγκατάλειψή του με ταχεία μεταπήδηση των τριών ή τεσσάρων μπουρλοτιέρηδων στην μικρή λέμβο που ακολουθούσε το πυρπολικό, και τέλος, η ταχεία, κωπηλατώντας, απομάκρυνση από το σημείο της καταστροφικής έκρηξης συνιστούν ένα εξαιρετικά επικίνδυνο και δύσκολο εγχείρημα που μόνον η ναυτοσύνη και το σθένος των ελλήνων ναυτικών μπορούσε να φέρει σε πέρας.
Σταδιακά η τακτική και τεχνική των μπουρλοτιέρηδων βελτιώθηκε και η προσβολή των εχθρικών πλοίων γινόταν από δύο πυρπολικά, ένα προσήνεμα και ένα υπήνεμο. Αυτό προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση και πανικό στον εχθρό, και ενίσχυε τις πιθανότητες επιτυχίας.
Οι κορυφαίοι πυρπολητές Κωνσταντίνος Κανάρης, Δημήτριος Παπανικολής, Ανδρέας Πιπίνος, Ιωάννης Ματρόδος έχουν τη δική τους ξεχωριστή θέση δόξας στην ιστορία του ξεσηκωμού.
Επική στιγμή του «πολέμου των πυρπολικών» ήταν βέβαια η καταστροφή της τουρκικής ναυαρχίδας του Καρά Αλή στο λιμάνι της Χίου που παρέσυρε στο θάνατο πάνω από 2000 άνδρες και τον ίδιο τον τούρκο ναύαρχο. Ακολούθησαν και πολλές άλλες στιγμές εξαίρετης ναυτοσύνης, ηρωισμού και νίκης αλλά και ήττας.
Τις ηρωικές σελίδες της επαναστατικής ναυτοσύνης δεν τις έγραψαν μόνον ναύτες και καπεταναίοι αλλά και ηρωίδες καπετάνισσες με ισχυρές προσωπικότητες, ηγετική ικανότητα και ισχυρή πυγμή όπως η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους, η Δόμνα Βισβίζη.
Η ελληνική ψυχή είναι θαλασσινή
Στην Ελλάδα η ναυτοσύνη δεν ήταν, ούτε είναι αποκλειστικά ανδρική υπόθεση. Είναι εθνικό χαρακτηριστικό. Και αυτό επιβεβαιώνεται ακατάπαυστα και αδιάκοπα επί, δύο αιώνες.
Η θαλασσινή έκφραση του μεγαλείου ενός κράτους είναι το γεγονός ότι ο αγώνας για την ανεξαρτησία του, κυοφορήθηκε μέσα στα εμπορικά πλοία των ναυτικών του στα νερά της Μεσογείου. Συνεχίσθηκε ηρωικά στη θάλασσα μέσα στα πυρπολικά και επισφραγίσθηκε στα νερά του Ναυαρίνου με την υποστήριξη των τριών Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.
Αλλά και το θεσμικό σύμβολο της πολυπόθητης ανεξαρτησίας του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, έφτασε στο ελληνικό έδαφος από τη θάλασσα. Στις 6 Ιανουαρίου του 1828, ο Ιωάννης Καποδίστριας, ως Κυβερνήτης της Ελλάδας φτάνει στο Ναύπλιο, με το αγγλικό πολεμικό «Warspite» που συνοδεύεται από μια γαλλική και μια ρωσική γαλέτα.
Η περιπέτεια, η διαδρομή ελευθερίας της σύγχρονης Ελλάδος ξεκίνησε από τη θάλασσα.
Έκτοτε το ελεύθερο έθνος των Ελλήνων πλέει περήφανα στους ανοικτούς ορίζοντες των θαλασσών του κόσμου, με σημείο εκκίνησης τα διάσπαρτα από τις χιλιάδες ελληνικά νησιά, πελάγη του: από το Ιόνιο στο Αιγαίο, έως το Καρπάθιο και από το Θρακικό έως το Λιβυκό.
Τα διακόσια αυτά χρόνια ελευθερίας η ελληνική ναυτιλία έχει βάλει ανεξίτηλη σφραγίδα προόδου, ανάπτυξης, μεγαλείου και ισχύος. Η ελληνόκτητη ναυτιλία μεγαλουργεί πρωταγωνιστώντας σε παγκόσμιο επίπεδο και έχοντας κατακτήσει την ευρωπαϊκή κορυφή.
Η ελληνική ψυχή ήταν, είναι και θα είναι θαλασσινή.
[1] Σβολόπουλος Κ., «Κατακτώντας την Aνεξαρτησία», σελ 43-45, Εκδόσεις Πατάκη 2010.
[2] Καθημερινή Π. Χηνοφώτης, «Το κλέος των ναυμάχων του ‘21», 31-3-2021.
[3]Χαρλάυτη Τζελίνα, «Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας 19ος -20ος αιώνας», σελ 81-87, εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ 2001..
[4] Καπετάν Παναγιώτης Τσάκος, «Καθοριστικός ο ρόλος του ναυτικού», Καθημερινή 25-3-2021.
[5] Δημητρακόπουλος Α., «Το επαναστατικό ναυτικό στον αγώνα της παλιγγενεσίας».