Άρθρο στην Ναυτεμπορική
Στη δίνη της σημερινής κρίσης η ελληνική ναυτιλία συνεχίζει να είναι ο μόνος τομέας όπου η Ελλάδα κατέχει διαχρονικά την πρωτιά διεθνώς και αποτελεί παράγοντα εθνικής ισχύος και υπερηφάνειας.
Το 2017 η ελληνόκτητη ναυτιλία, o ένας από τους δύο βασικούς πλουτοπαραγωγούς πυλώνες της εθνικής οικονομίας -ο άλλος είναι ο τουρισμός- αριθμούσε 5226 πλοία. Σύμφωνα με στοιχεία της Lloyds List Intelligence η πατρίδα μας ελέγχει το 19,63% της παγκόσμιας χωρητικότητας σε τόνους DW και το 50% σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όμως, αυτήν την εθνική πρωτιά δεν την έχουμε αξιοποιήσει όσο θα έπρεπε σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Στη θητεία μου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι στην Ευρώπη, οι ελληνικές ναυτιλιακές θέσεις διαθέτουν κύρος και λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη. Δυστυχώς δεν συμβαίνει το ίδιο με τις ελληνικές θέσεις και απόψεις σε άλλους τομείς.
Στα ευρωπαϊκά όργανα, ως επί το πλείστον, επιδιώκεται συμμαχία της Ελλάδας με την Κύπρο και την Μάλτα, παραδοσιακές ναυτιλιακές χώρες όπου είναι νηολογημένα πολλά ελληνόκτητα πλοία. Όμως, οι ψήφοι των τριών χωρών δεν επαρκούν. Για να επιτυγχάνεται πλειοψηφία υπέρ των θέσεών μας, χρειάζονται ευρύτερες συμμαχίες με Κράτη Μέλη που διαθέτουν περισσότερες ψήφους. Συνεπώς, απαιτείται τόσο από τους φορείς του εφοπλισμού και γενικότερα τους παράγοντες της ναυτιλίας όσο και από τις αρμόδιες ελληνικές πολιτικές, διπλωματικές και λιμενικές αρχές ευρύτερη κινητοποίηση προς άλλες χώρες για να γίνει εφικτός αυτός ο στόχος.
Στο ευρύτερο διεθνές διακρατικό επίπεδο και ειδικότερα στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ), όργανο των Ηνωμένων εθνών, η ελληνική φωνή της ναυτιλίας διαθέτει αυξημένο κύρος. Αλλά και εκεί απαιτείται η εξασφάλιση συμμαχιών με σειρά αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών προς προώθηση των ελληνικών θέσεων.
Αν και στους διεθνείς εφοπλιστικούς οργανισμούς, οι ελληνικές ναυτιλιακές θέσεις έχουν «ειδικό βάρος» και διαθέτουν αυξημένο κύρος, αυτό δεν επαρκεί από μόνο του για την επίτευξη της πλήρους αποδοχής τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτήν τη στιγμή τρεις έλληνες προεδρεύουν στους μεγαλύτερους διεθνείς ναυτιλιακούς οργανισμούς. Στην Intertanko ο κ. Ν.Τσάκος, στην Intercargo ο κ. Γ.Πλατσιδάκης και στη BIMCO ο κ. Α.Παπαγιαννόπουλος.
Σε λίγους μήνες άλλος ένας Έλληνας ο κ. Π.Λασκαρίδης θα προεδρεύει στην Ένωση Ευρωπαϊκών Εφοπλιστικών Ενώσεων (ECSA). Μόνο τυχαίο δεν είναι λοιπόν, ότι πριν από λίγες ημέρες, στις 21 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα η συνάντηση των τριών ναυτιλιακών οργανισμών και του Διεθνούς Ναυτικού Επιμελητηρίου (ICS). Πέραν των αναμφισβήτητων ικανοτήτων αυτών των προσωπικοτήτων, η προεδρία των Ελλήνων ήρθε ως απόρροια του γεγονότος ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχουν συντελεστεί οι εξής σημαντικές εξελίξεις: Αφ’ενός έχει αναβαθμιστεί ποιοτικά ο ελληνικός στόλος ο οποίος έχει ανανεωθεί με νέες ναυπηγήσεις και αγορές πολύ νέων μεταχειρισμένων πλοίων που ικανοποιούν πλήρως τα ανώτερα διεθνή standards. Αφ’ετέρου, οι ναυτιλιακές θέσεις που προβάλλει ο ελληνικός εφοπλισμός, και κατ’επέκταση η Ελλάδα, έχουν τη γενική αποδοχή ως ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες. Τα δύο αυτά στοιχεία έχουν ενισχύσει την αξιοπιστία, τον σεβασμό και την πολιτική, κοινωνική, οικονομική και ναυτιλιακή αποδοχή τους από την διεθνή κοινότητα.
Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα και αποτελούν αδιαμφισβήτητο «όπλο» και για την Ελλάδα, τόσο οικονομικό, όσο και πολιτικό, ακόμα και διπλωματικό.
Τα ελληνικά πλοία πρέπει να γίνουν τα κατ’εξοχήν οχήματα της ελληνικής οικονομικής διπλωματίας και να «ανοίγουν πόρτες» για την Ελλάδα. Συγκεκριμέ
να, η ελληνική ναυτιλία είναι ο μεγαλύτερος πελάτης των ναυπηγείων της Ιαπωνίας, Κίνας και Νοτίου Κορέας. Οι ελληνικές παραγγελίες εξασφαλίζουν απασχόληση σε χιλιάδες εργαζόμενους στα ναυπηγεία των χωρών αυτών. Τα ναυπηγεία Gdansk (Πολωνίας), Lisnave (Πορτογαλίας) και Mangalia (Ρουμανίας) έχουν συντηρηθεί επί χρόνια από ελληνικές ναυπηγικές παραγγελίες. Το ίδιο ισχύει και για τις επισκευές ελληνικών πλοίων που πραγματοποιούνται ανά την υφήλιο αλλά και στη Μεσόγειο και τη Μαύρη θάλασσα. Επίσης, οι έλληνες πλοιοκτήτες αγοράζουν υψηλού κόστους ναυτιλιακό εξοπλισμό και από χώρες όπως η Νορβηγία, ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία.
Σπάνια όμως η Ελλάδα έχει διεκδικήσει και αξιοποιήσει όσο θα έπρεπε την στήριξη αυτών των ναυπηγείων και των χωρών εγκατάστασής τους, ως διαπραγματευτικό όπλο της διπλωματίας της.
Βεβαίως το ευκταίο και ζητούμενο θα ήταν τα ελληνικά πλοία να ναυπηγούνται και να επισκευάζονται στην Ελλάδα. Προς το σκοπό αυτό η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να εκσυγχρονίσει το σχετικό νομοθετικό καθεστώς και ο συνδικαλισμός του κλάδου να αποδεχτεί την αδήριτη πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης και των νέων διεθνών δεδομένων που αφορούν στην δημιουργία ανταγωνιστικών μονάδων.
Οφείλουμε να δράσουμε προς αυτήν την κατεύθυνση και να επαναφέρουμε στη χώρα-όπως συνέβαινε επί των ημερών του Κωνσταντίνου Καραμανλή- έναν ισχυρό και βιώσιμο ναυπηγικό και ναυπηγοεπισκευαστικό κλάδο καθώς και να ενισχύουμε τις μονάδες ναυτιλιακού εξοπλισμού που τροφοδοτούν τα ναυπηγεία.
Μέχρι τότε όμως, και εφόσον οι παραγγελίες για ναυπηγήσεις και επισκευές σε άλλες χώρες συνεχίζονται , πρέπει να χρησιμεύσουν και ως παράγοντας ισχύος της χώρας μας διεθνώς. Παράλληλα, οι έλληνες πλοιοκτήτες νηολογούν πλοία σε σειρά χωρών όπως η Κύπρος, Μάλτα, νησιά Μάρσαλ, Μπαχάμες, Λιβερία, Παναμά, ακόμη και αν οι διαχειρίστριες εταιρείες βρίσκονται στην Ελλάδα.
Ακόμη, τα ελληνικά πλοία στελεχώνονται σε υψηλό βαθμό από ξένους ναυτικούς, είτε αξιωματικούς είτε κατώτερα πληρώματα, προερχόμενους από σειρά χωρών όπως οι Φιλιππίνες, η Ουκρανία, το Πακιστάν, η Πολωνία. Και εδώ το ευκταίο θα ήταν τα ελληνικά πλοία να επανδρώνονται με έλληνες αξιωματικούς όταν η ελληνική πολιτεία εκσυγχρονίσει το σχετικό νομοθετικό και εκπαιδευτικό καθεστώς και παράσχει τα κατάλληλα κίνητρα. Οφείλουμε να θα κινηθούμε δυναμικά και προς αυτήν την κατεύθυνση. Στην παρούσα όμως κατάσταση, στις ανωτέρω χώρες προέλευσης των απασχολούμενων στα ελληνόκτητα πλοία ναυτικών η Ελλάδα έχει αυξημένη παρουσία και δυνατότητες επιρροής λόγω της σταθερής απασχόλησης του εργατικού δυναμικού τους.
Πέραν αυτών, τα ελληνικά πλοία παρέχουν απασχόληση στα λιμάνια ανά την υφήλιο χρησιμοποιώντας μια σειρά συμπληρωματικών ή περιφερειακών υπηρεσιών: λιμενικές υπηρεσίες, πλοηγοί, φορτοεκφορτωτές, τροφοδότες πλοίων, ναυτικοί πράκτορες, ασφαλιστές, νηογνώμονες, δικηγόροι. Συνεπώς, τα ελληνικά πλοία δημιουργούν οικονομική δραστηριότητα και ανάπτυξη σε όλες τις παράκτιες χώρες της υφηλίου. Αυτό επιτείνεται και από τον χαρακτήρα της ναυτιλίας στην οποία επιδίδονται κατ’εξοχήν οι έλληνες, δηλαδή, της ναυτιλίας τραμπ (tramp), η οποία, σε αντιδιαστολή με την ναυτιλία τακτικών γραμμών που περιορίζεται σε συγκεκριμένες διαδρομές , πηγαίνει παντού. Παράλληλα, οι έλληνες εφοπλιστές συνάπτουν επιχειρηματικές σχέσεις (joint ventures ) σε πολλές χώρες. Και αυτές μπορούν να ενισχύσουν το ευρύτερο διαπραγματευτικό κύρος της χώρας μας.
Από όλα όσα αναφέρθηκαν είναι προφανές ότι η Ελλάδα δεν έχει αξιοποιήσει επαρκώς την «καλή θέληση» όλων των παράκτιων χωρών της υφηλίου για την προώθηση των θέσεων της. Η ελληνική ναυτιλία με την πρωτιά της μπορεί και πρέπει να αποτελεί την αιχμή του δόρατος της ελληνικής οικονομικής διπλωματίας, προτάσσοντας εμπεριστατωμένα παραδείγματα της συνεισφοράς της στην ανάπτυξη, στην απασχόληση, και τελικά στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν των χωρών αυτών. Η εξαργύρωση της «καλής
θέλησης» μπορεί να γίνει όχι μόνον για την προώθηση των ελληνικών ναυτιλιακών θέσεων αλλά και για την προώθηση των εθνικών θεμάτων και για την συμβολή στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF) συμμετέχουν χώρες που δυστροπούν στη συμβολή του IMF στα ελληνικά προγράμματα. Θα μπορούσε να προβληθεί προς τις χώρες αυτές το βάσιμο επιχείρημα ότι και η Ελλάδα συνεισφέρει στο ΑΕΠ τους μέσω των παρεχόμενων ναυτιλιακών υπηρεσιών και κεφαλαίων.
Επίσης, τα ελληνικά εμπορικά πλοία είναι πολύτιμα σε περιόδους γεωπολιτικών κρίσεων, επιστράτευσης του ΝΑΤΟ για μεταφορά στρατιωτικών/εφοδίων. Το ΝΑΤΟ είναι πρόσφορο έδαφος για την προβολή της θαλάσσιας διάστασης της χώρας μας. Καθώς τα διεθνή γεωπολιτικά διακυβεύματα πλέον θα παίζονται πολύ περισσότερο στη θάλασσα και λιγότερο στην ξηρά, η ελληνική ακτογραμμή/νησιωτικότητα και ο τεράστιος ελληνικός στόλος επιβάλλουν την προβολή της θαλάσσιας διάστασης της Ελλάδας και σε διπλωματικό επίπεδο.
Η αξιοποίηση του πολύτιμου «κεφαλαίου θάλασσα» από την Ελλάδα πρέπει να είναι πιο συστηματική, καλύτερα σχεδιασμένη και πολυδιάστατη.
Αυτό ήταν και το βασικό συμπέρασμα της συζήτησης που διοργανώσαμε προ ημερών στο ίδρυμα Ευγενίδου, με τίτλο «20 πολίτες μιλούν: Η θάλασσα πηγή ισχύος και ευημερίας για την Ελλάδα».
Η πρόκληση τώρα είναι να γίνουν τα συμπεράσματα πράξη.
Γιώργος Κουμουτσάκος
Βουλευτής Β’ Αθηνών
Τομεάρχης Εξωτερικών Νέας Δημοκρατίας