Ολοκληρώθηκε αυτήν την εβδομάδα στις Βρυξέλλες ο τέταρτος γύρος διαπραγματεύσεων μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου για το Brexit, δηλαδή για το περιεχόμενο της συμφωνίας αποχώρησης του τελευταίου από την Ένωση. Στη χώρα μας, απορροφημένοι όπως είμαστε από τα πιεστικά προβλήματά μας, ελάχιστη προσοχή έχει δοθεί στο θέμα, το οποίο εντούτοις παρουσιάζει πτυχές που επηρεάζουν άμεσα τα ελληνικά συμφέροντα.
Για να γίνει κατανοητή η σημασία του Brexit για την Ελλάδα οφείλουμε να αρχίσουμε από τις πιο χειροπιαστές πτυχές του, με άμεση ανθρώπινη και οικονομική διάσταση. Κατ’αρχήν, το Brexit έχει δημιουργήσει σημαντική ανησυχία και αβεβαιότητα στις δεκάδες χιλιάδες έλληνες πολίτες που διαβιούν στη Μεγάλη Βρετανία, το καθεστώς, άρα και τα δικαιώματα, των οποίων κινδυνεύουν να επηρεασθούν σημαντικά. Επίσης, οι συνομιλίες για τις οικονομικές πτυχές του Brexit θα επηρεάσουν δημοσιονομικά και την Ελλάδα, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο θα αφήσει ένα κενό που θα πρέπει να καλυφθεί, είτε με την αύξηση των συνεισφορών των υπόλοιπων κρατών-μελών, είτε με περιορισμό των οικονομικών πόρων που διατίθενται σε σειρά περιφερειακών και άλλων προγραμμάτων. Παράλληλα, η δεύτερη φάση των συνομιλιών ΕΕ-ΗΒ, που δεν έχει ακόμη αρχίσει, αλλά θα αφορά την μελλοντική οικονομική διασύνδεση του Ηνωμένου Βασιλείου με την ευρωπαϊκή αγορά, θα επηρεάσει τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, την ελληνική ναυτιλία, τους έλληνες αγρότες και τους έλληνες εξαγωγείς εν γένει.
Παράλληλα, υπάρχουν πτυχές του Brexit που επηρεάζουν άμεσα και τα εθνικά συμφέροντα της χώρας μας. Αυτό διότι βρίσκονται σε εξέλιξη δύο παράλληλες διαδικασίες. Η πρώτη είναι η διαδικασία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, δηλαδή μία διαδικασία περιορισμού των σημερινών δικαιωμάτων που απολαμβάνει ως κράτος-μέλος σε μία ειδική προνομιακή σχέση, με λιγότερα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η δεύτερη είναι η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας, που θεωρητικά αποσκοπεί στο να καταστήσει τη χώρα αυτή κράτος-μέλος της ΕΕ, με πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις, αλλά που, στην πράξη, ταχέως διολισθαίνει προς την κατεύθυνση οικοδόμησης μιας ειδικής προνομιακής σχέσης ΕΕ-Τουρκίας. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, οι δύο αυτές διαδικασίες σε κάποιο σημείο τέμνονται και αλληλοεπηρεάζονται, διότι το καθεστώς που θα αποδοθεί στο ΗΒ, είτε το θέλουμε είτε όχι, θα αποτελέσει το πρότυπο και το ζητούμενο για την τουρκική πλευρά, η οποία, υπό τη σημερινή της ηγεσία, είναι σαφές ότι επιδιώκει μια ειδική σχέση και όχι την ένταξη στην ΕΕ.
Έτσι, η επιδίωξη που ανακοίνωσε στην ομιλία της από τη Φλωρεντία στις 22/9 η βρετανίδα Πρωθυπουργός, Theresa May, να υπογράψει το ΗΒ νέα συνθήκη με την ΕΕ, που θα θεμελιώσει μία νέα, φιλόδοξη στρατηγική εταιρική σχέση των δύο πλευρών στον τομέα της ασφάλειας, της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και του εγκλήματος, προφανώς θα αποτελέσει προηγούμενο και ζητούμενο για την τουρκική πλευρά. Επίσης, το Ηνωμένο Βασίλειο, όταν αποχωρήσει από την ΕΕ, θα ενταχθεί αυτομάτως στην κατηγορία των νατοϊκών συμμάχων που δεν είναι μέλη της Ένωσης, στα οποία έχει παραχωρηθεί ένα ιδιαίτερα προνομιακό καθεστώς συνεργασίας στο πλαίσιο της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας. Εάν, όμως, η Ένωση παραχωρήσει ευρύτερα προνόμια στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι προφανές ότi θα σπεύσουν να ζητήσουν αντίστοιχη αντιμετώπιση και οι υπόλοιποι νατοϊκοί σύμμαχοί μας, με πρώτη βεβαίως την Τουρκία. Αντιστρόφως, εάν είχε παραχωρηθεί στην Τουρκία μέρος ή όλο των τεσσάρων ελευθεριών στην Κύπρο, όπως ζήτησε στο Crans Montana, αυτό θα αποτελούσε πρόκριμα για την επίτευξη αντίστοιχης “επιτυχίας” από βρετανικής πλευράς, διότι η εσωτερική αγορά είναι ενιαία και τα σχετικά προηγούμενα που δημιουργούνται την επηρεάζουν στο σύνολό της.
Το Brexit, όμως, παρουσιάζει και σημαντική ευκαιρία για την Ελλάδα, αλλά και για ολόκληρη την Ένωση. Ευκαιρία, τώρα που αποχωρεί η γνωστή για τον ευρωσκεπτικισμό της Βρετανία, που παγίως έθετε βέτο σε κάθε φιλόδοξη ιδέα προώθησης της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της ευρωπαϊκής αμυντικής διάστασης, να προωθηθούν τα θέματα αυτά. Θέματα που, μακροπρόθεσμα, είναι ζωτικής σημασίας για τη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας, αλλά και για την ασφάλεια της χώρας. Η ευκαιρία αυτή έχει ήδη γίνει αντιληπτή σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως φαίνεται από τις πρόσφατες ομιλίες του
Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γιούνκερ και του Προέδρου της Γαλλίας Μακρόν.
Το Brexit αποτελεί επίσης μία ευκαιρία να καλυφθεί το δημοκρατικό έλλειμμα της Ένωσης, με βήματα όπως αυτό που πρότεινε ο Πρόεδρος Γιούνκερ για την απευθείας εκλογή του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Το βήμα αυτό, στο οποίο υπό φυσιολογικές συνθήκες θα είχε αντιταχθεί άμεσα το ΗΒ, από μόνο του θα ενίσχυε τη συνοχή, τη δημοκρατικότητα και το αίσθημα ιδιοκτησίας όλων των ευρωπαίων πολιτών για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και θα αποτελούσε πρόκριμα για την πραγματοποίηση αποφασιστικών βημάτων στον τομέα της ασφάλειας και άμυνας.
Για όλους αυτούς τους λόγους και δεδομένου ότι η ελληνική Βουλή θα κληθεί να επικυρώσει την τελική συμφωνία για τo Brexit, έχω ζητήσει από τον Πρόεδρο της ελληνικής Βουλής, κ. Βούτση, την πραγματοποίηση σχετικής συζήτησης στην αρμόδια Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, αλλά και από τον Πρόεδρο της τελευταίας, κ. Κουράκη, τη σύσταση ειδικής υποεπιτροπής για την εξέταση όλων των πτυχών του ζητήματος.
Γιώργος Κουμουτσάκος
Βουλευτής Β’ Αθηνών
Τομεάρχης Εξωτερικός της Νέας Δημοκρατίας