Άρθρο στην εφημερίδα “Καθημερινή”
Σε μια περίοδο που όλα στη χώρα είναι ρευστά, η εξωτερική πολιτική χρειάζεται περισσότερο από ποτέ σταθερότητα, συνέχεια και συνέπεια. Οι βασικές αρχές, η στρατηγική στόχευση της εξωτερικής πολιτικής δεν μπορούν να αναπροσαρμόζονται στην συγκυρία ή στην προσωπική ιδιοσυγκρασία της εκάστοτε ηγεσίας. Αποτελούν μακροχρόνιες προτεραιότητες.
Κατά την πρόσφατη κοινοβουλευτική συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή, για την εξωτερική πολιτική, άκουσα με ενδιαφέρον τον Υπουργό κ. Κοτζιά να αναφέρεται σε μια εξαιρετικά σημαντική πτυχή του Κυπριακού, εκείνη του καθεστώτος εγγυήσεων και επεμβατικών δικαιωμάτων της Βρετανίας, της Ελλάδος και της Τουρκίας. Πρόκειται για πρόνοιες των συνθηκών Ζυρίχης και Λονδίνου του 1959 και του Κυπριακού Συντάγματος του 1960. Τότε, οι πρόνοιες αυτές ανταποκρίνονταν σε εξισορροπήσεις και πραγματικότητες της εποχής, παρέχοντας προσωρινά –όπως αποδείχθηκε- ελάχιστο κοινό παρονομαστή αναγκαίων συμβιβασμών στα πρώτα βήματα της νεοσύστατης τότε Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι πρόνοιες αυτές αποτέλεσαν εξάλλου τη βασική πρόφαση της Τουρκίας για την εισβολή του 1974.
Εάν όμως το 1960 η πρόβλεψη των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων τρίτων χωρών είχε κάποιο νόημα, 55 χρόνια μετά είναι πλήρως παρωχημένη και απαξιωμένη.
Με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 2004, το καθεστώς των εγγυήσεων όχι μόνο υπέστη την ιστορική τριβή και φθορά του χρόνου, αλλά τέθηκε – τελικά – και εκτός πραγματικότητας. Αυτές οι λογικές είναι άγνωστες στο σύγχρονο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Δεν έχουν κανένα νόημα, καθώς το θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. υπερκαλύπτει όλες εκείνες τις υπαρκτές ή τεχνητές ανάγκες που είχαν οδηγήσει, πριν 55 χρόνια, στη δημιουργία του καθεστώτος εγγυήσεων. Σήμερα, είναι αδιανόητο να τίθεται θέμα εγγυήσεων τρίτων και επεμβατικών δικαιωμάτων σε μια χώρα-μέλος της Ε.Ε. Και αυτό οφείλει να τίθεται με τον πλέον εμφατικό τρόπο σε κάθε διαπραγμάτευση για το Κυπριακό.
Αυτή ήταν άλλωστε η επίσημη θέση που έχει διατυπωθεί σθεναρά από την ελληνική Κυβέρνηση τουλάχιστον από το 2008. Την είχα τότε επανειλημμένως εκφράσει από τη θεσμική θέση του εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών.
Η Ελλάδα είχε καταστήσει σαφές ότι σε μια επανενωμένη Κύπρο, με το σύνολο του λαού της να μοιράζεται τα αγαθά της συμμετοχής στην Ε.Ε., αγαθά σταθερότητας, ασφάλειας και ευημερίας, τέτοιου είδους σχήματα δεν μπορεί να έχουν οποιοδήποτε ρεαλιστικό πεδίο εφαρμογής.
Γι αυτό τον λόγο είναι – εάν μη τι άλλο – αυτονόητη η στάση που τηρεί η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, όσον αφορά στον αναχρονισμό αυτών των προβλέψεων περί εγγυήσεων και επεμβατικών δικαιωμάτων. Οι σημερινές τοποθετήσεις του κυρίου Κοτζιά πατούν σε στέρεο έδαφος, στη θεσμική γνώση του χθες, στη διπλωματική προετοιμασία που έχει ήδη υπάρξει και στην πολιτική προεργασία των θέσεων της χώρας που είχε ήδη γίνει.
Είναι γνωστό σε όλους τους ασχολούμενους με το Κυπριακό ότι αυτές οι θέσεις δεν ανακαλύφθηκαν, δεν γεννήθηκαν και κυρίως δεν προβλήθηκαν για πρώτη φορά τους τελευταίους μήνες. Υπάρχουν ως σταθερή πολιτική της χώρας μας τα τελευταία τουλάχιστον οκτώ χρόνια.
Για τη διαχείριση των μεγάλων εθνικών θεμάτων δεν υπάρχουν περιθώρια ευκαιριακών τοποθετήσεων, ούτε δυνατότητα να ανακαλύψει κανείς τη «διπλωματική πυρίτιδα». Τα μεγάλα εθνικά θέματα χρειάζονται σταθερή πυξίδα για την επίτευξη των εθνικών στόχων.