Η τελετή ορκωμοσίας και η εκκίνηση της θητείας του νέου Αμερικανού Προέδρου κ. Μπάιντεν, ήταν για όλους μας, μια μεγάλη ανάσα. Μια στιγμή ανακούφισης και ελπίδας. Δεν θα πρέπει όμως αυτή η αισιόδοξη αφετηρία να γίνει άλλοθι εφησυχασμού, πόσον μάλλον λήθης για όλα όσα δραματικά και εφιαλτικά προηγήθηκαν.
Οι αδιανόητες εικόνες του Καπιτωλίου υπό πολιορκία, εισβολή και κατάληψη ήταν μια σκοτεινή στιγμή στην ιστορία της αμερικανικής δημοκρατίας. Πρέπει να μείνουν στη μνήμη μας ως διαρκής προειδοποίηση για τον κίνδυνο που πέρασε μεν, ελλοχεύει δε. Ήταν εφιαλτικό ότι ο φανατικός όχλος που επιτέθηκε στο Καπιτώλιο ήταν ιδεολογικά εμπνευσμένος από εκείνον που εκπροσωπούσε τον κορυφαίο θεσμό στις ΗΠΑ.
Ευτυχώς οι θεσμικές και πολιτικές αντιστάσεις ήταν άμεσες, ισχυρές και διακομματικές. Απέτρεψαν τα χειρότερα. Ο πρώην Πρόεδρος, ηττημένος στις εκλογές, έγινε ο πρώτος Αμερικανός Πρόεδρος που μετρά δύο παραπομπές. Η Δημοκρατία αφυπνίστηκε. Η θεσμική τάξη αποκαταστάθηκε έστω και υπό την προστασία χιλιάδων εθνοφρουρών. Η ψυχή της Αμερικής όμως μένει βαθιά τραυματισμένη. Η αποκατάσταση και η οριστική θεραπεία της θα απαιτήσουν θαρραλέα αυτογνωσία, γενναίες αποφάσεις και μακρύ χρόνο.
Ο Πρόεδρος και η Διοίκηση Μπάιντεν καλούνται από την Ιστορία να ενώσουν το αμερικανικό έθνος. Να δείξουν αληθινή φροντίδα για τους αδύναμους και ξεχασμένους. Να θωρακίσουν τη Δημοκρατία απέναντι στα άκρα και τις ακρότητες.
Πολλοί, αναλυτές, δημοσιογράφοι, πολιτικοί και γενικώς δημοσιολογούντες δήλωσαν – δυστυχώς – έκπληκτοι από τη δραματική κατάσταση στην οποία βρέθηκε την 6η Ιανουαρίου η αμερικανική Δημοκρατία. Η έκπληξη όμως είναι το μόνο συναίσθημα που δεν δικαιολογείται. Τα σημάδια υπήρχαν. Τα γεγονότα βοούσαν. Λαϊκισμός, μισαλλοδοξία, ρατσισμός, αυταρχισμός, ακραίος εθνικισμός, εξουσιολαγνεία, υπεραπλουστευτικός και συχνά βίαιος πολιτικός λόγο. Πολλοί όμως αν και τα έβλεπαν, αν και δεν συμφωνούσαν, αν και ήταν αντίθετοι, τελικά τα συνήθισαν, τα ανέχονταν. Ίσως γιατί πίστευαν ότι ουδείς θα τολμούσε το αδιανόητο. Και όμως, το αδιανόητο παρ ‘ολίγον να συμβεί.
Πολλοί που αναφέρονται σε αυτήν την παθολογία με τον όρο «τραμπισμός» ταυτίζουν επιφανειακά και μάλλον βολικά, το πρόβλημα με το πρόσωπο. Όμως ο όρος αυτός δεν είναι παρά το λεκτικό προκάλυμμα μιας συγκεκριμένης αντίληψης για τα πράγματα, μιας υπεραπλουστευτικής κοσμοθεωρίας, ενός διχαστικού ιδεολογήματος που εμπεριέχει και συναθροίζει κάποια από τα θεμελιώδη συστατικά της σύγχρονης, σκοτεινής ακραίας δεξιάς.
Γέννημα της μεγάλης πολυδιάστατης κρίσης της περασμένης δεκαετίας που μπορεί να επανέλθει με νέα μορφή και νέες διαστάσεις ως συνέπεια της πανδημίας του COVID19, η ακραία ρητορεία βρήκε έδαφος για να «δέσει καρπό» και ν’ ανθίσει απειλώντας με διάβρωση τις δημοκρατίες με ακραία πόλωση και με διχασμό τα έθνη. Αντίστοιχη επανάκαμψη ονειρεύεται και σχεδιάζει και ο λαϊκισμός μιας αμετανόητης οπορτουνιστικής αριστεράς που δεν μπορεί, δεν θέλει ή δεν τολμά να αποκηρύξει κάθε μορφή βίας απ’ όπου και εάν αυτή προέρχεται.
Είναι ακριβώς σε αυτό το πεδίο, του λαϊκισμού, του φανατισμού, του ακραίου λόγου, της αδίστακτης εκμετάλλευσης της ανασφάλειας, της πόλωσης και του διχασμού, που η υψωμένη έξαλλη γροθιά συναντάται με τον εφιαλτικό τεντωμένο βραχίονα.
Τα συχνά αλληλοτροφοδοτούμενα άκρα είναι ο πολιτικός και ιδεολογικός «εχθρός» μας. Η ιστορία έχει δείξει ότι μπορούν να αναχαιτιστούν και να ηττηθούν μόνον από το φυσικό και αυθεντικό εκφραστή του δημοκρατικού μέτρου, της αφοσίωσης στην ελευθερία, στη δημοκρατία, στην φιλοπατρία, στην ανοχή στη διαφορετικότητα, στην ιδιωτική πρωτοβουλία ως μοχλού ανάπτυξης και προόδου καθώς και στην ταυτόχρονη φροντίδα για τους αδύνατους, τους αναξιοπαθούντες και τους κοινωνικά και οικονομικά περιθωριοποιημένους. Δηλαδή, από μια σταθερή, πατριωτική, φιλελεύθερη και κοινωνική σύγχρονη κεντροδεξιά που ενώνει και δεν διχάζει. Που αθροίζει και δεν διαιρεί.
Η εκλογή Μπάιντεν στις ΗΠΑ και πριν λίγες ημέρες, του Άρμιν Λάσετ στο τιμόνι της γερμανικής χριστιανοδημοκρατίας ως επικράτηση του δημοκρατικού μέτρου, συνιστούν ελπιδοφόρα μηνύματα. Στην Ελλάδα, παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις πανδημίας, μεταναστευτικού και τουρκικής επεκτατικότητας, η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη που έχει σθεναρά αντιπαρατεθεί τόσο με τον εγχώριο λαϊκισμό καθώς και με εκείνον της «ορμπανικής ανελεύθερης δημοκρατίας», δείχνει το δρόμο. Η ιστορία μας, οι ιδρυτικές αξίες και αρχές μας είναι εγγύηση και διαρκές κάλεσμα για αφύπνιση Δημοκρατίας.
Γιώργος Σ. Κουμουτσάκος
τ. Αναπληρωτής Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου
Βουλευτής Β1 Βόρειου Τομέα Αθηνών
Νεά Δημοκρατία