Σημεία της ομιλίας μου στο συνέδριο Thessaloniki Summit
(13 Οκτωβρίου 2016)
Η μεγάλη εικόνα σήμερα είναι ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα σε κρίση, σε μια περιοχή με κρίσεις. Κρίσεις μικρές και μεγάλες.
Κρίσεις τοπικές, με ευρύτερο όμως αντίκτυπο, όπως η Συριακή.
Και κρίσεις οριζόντιες, διασυνοριακές, όπως η προσφυγική.
Όλες αυτές και άλλες κρίσεις συνυπάρχουν με μια γενικότερη – μεγάλη αβεβαιότητα.
Από την κρίση του 2008, στο παγκόσμιο υφεσιακό ντόμινο. Από την αραβική άνοιξη, στο πολεμικό παζλ της Συρίας και το προσφυγικό. Από την έξαρση της ξενοφοβίας, στην άνοδο της ακροδεξιάς και των λαϊκιστικών κομμάτων.
Από το Brexit, στην κρίση της ευρωπαϊκής ταυτότητας και ενδεχομένως την αμφίβολη κοινή μας ευρωπαϊκή προοπτική.
Από τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, στην τρομοκρατία του ISIS και στο γενικευμένο αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών.
Τα έως χθες αυτονόητα έχουν γίνει σήμερα ζητούμενα. Και τα χθεσινά αδιανόητα γίνονται, σημερινή πραγματικότητα.
«A mad world, my masters», όπως θα έλεγε και ο βρετανός θεατρικός συγγραφέας του Μεσαίωνα, Thomas Middleton.
Πιστεύω όμως ότι η μεγαλύτερη αβεβαιότητα που μας αφορά – και έχει πολλαπλές προεκτάσεις – είναι η πορεία της Ευρώπης. Που πάει η Ε.Ε.;
Μέχρι τώρα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα «μεγάλωνε». Από το Brexit για πρώτη φορά μικραίνει. Μήπως το Brexit διαμορφώνει ένα προηγούμενο που θα το ακολουθήσει μια ευρύτερη τάση σμίκρυνσης της Ε.Ε.; Μήπως από την εποχή των αλλεπάλληλων διευρύνσεων και των προσθέσεων, περνάμε στην εποχή των αφαιρέσεων; Περνάμε πλέον σε μια «αδύναμη» Ευρώπη που δεν μπορεί να ασκήσει ούτε την παλιά της γοητεία ούτε και την παλιά της επιρροή;
Τι σημαίνει αυτό για την πολιτική των διευρύνσεων;
Πιστεύω – και δεν είμαι ο μόνος- ότι η πολιτική των διευρύνσεων θα ανασταλεί για πολλά χρόνια. Για τρείς βασικούς λόγους:
1. Πριν καλέσεις άλλους, πρέπει να βάλεις τάξη στο σπίτι. Και το σπίτι δεν είναι σε τάξη.
2. Γιατί ήδη είχε υπάρξει κόπωση της διεύρυνσης, ακόμα και πριν την κρίση.
3. Διότι η Μεγάλη Βρετανία, που ήταν πάντα ένας παράγοντας που συνηγορούσε και πίεζε για τις διευρύνσεις, βρίσκεται στο δρόμο της αποχώρησης.
Οι επιπτώσεις από το τέλος της ευρωπαϊκής προοπτικής και της προσμονής εντάξεων, έχουν άμεση επίπτωση στην περιοχή μας. Στα δυτικά Βαλκάνια και την Τουρκία. Αλλά και στις σχέσεις της Ελλάδος.
Η όποια προοπτική ένταξης, λειτουργούσε πάντα ως θέλγητρο, αλλά και γεωπολιτικό εργαλείο, και ως μοχλός εκδημοκρατισμού και εκσυγχρονισμού, τόσο των οικονομικών όσο και των κοινωνικών δομών των υπό ένταξη χωρών.
Η «δυτικοποίηση» των Βαλκανίων περνούσε μέσα από την πολιτική διεύρυνσης και γειτονίας της Ε.Ε.. Μιας πολιτικής που κοιτά πλέον αμήχανα τις εξελίξεις, καθώς ουσιαστικά οι εξελίξεις την έχουν ξεπεράσει.
Η ευρωπαϊκή προοπτική, η πιθανότητα ένταξης στην ισχυρή
ενωμένη Ευρώπη κρατούσε κλειστό το Κουτί της Πανδώρας.
Χωρίς αυτήν την προοπτική, χωρίς αυτό το όραμα, το κουτί κινδυνεύει να ανοίξει και πάλι.
Και βέβαια αυτή η προοπτική, μας αφορά κι εμάς άμεσα, καθώς η Ελλάδα κινδυνεύει να αποδυναμωθεί περαιτέρω, ενώ βρίσκεται και η ίδια μέσα στη δίνη της δικής της κρίσης.
Αντίστοιχα και για τα ελληνοτουρκικά:
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η ευρωτουρκική προσέγγιση ήταν πυλώνας της εξωτερικής μας πολιτικής. Είχαμε πετύχει σ ένα βαθμό να κάνουμε τα ελληνοτουρκικά ζητήματα, ευρωτουρκικά.
Σήμερα η δραματικά εξασθενημένη ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, δημιουργεί νέα δεδομένα τα οποία πρέπει να αξιολογηθούν πολύ σοβαρά και να καταλήξουμε στην αναγκαία και αποτελεσματική προσαρμογή.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να πορευτεί με τις χθεσινές βεβαιότητες που σήμερα έχουν γίνει αβεβαιότητες
Χρειαζόμαστε μια ελληνική εξωτερική πολιτική, με ρεαλισμό, προσαρμοσμένη στα νέα δεδομένα. Που θα αξιοποιεί την οικονομική διπλωματία, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη, θα αναβαθμίζει την εικόνα της χώρας με τη δημόσια διπλωματία και θα διαθέτει μηχανισμούς συνέχειας και συναίνεσης, όπως είναι η θέσπιση ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας κι ενός μόνιμου υφυπουργού Εξωτερικών πενταετούς θητείας.