Συμπληρώνονται, σε λίγες μέρες, τρεις μήνες από τότε που συγκροτήθηκε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Τρείς μήνες μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου η χώρα πορεύεται χωρίς πυξίδα. Πορεία δεν υπάρχει και η αβεβαιότητα βαθαίνει και επεκτείνεται. Τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται. Γίνονται αμείλικτα. Αφορούν στην οικονομία και τις δυνατότητές της, τη θέση μας στην Ευρώπη και το ευρώ, τη λειτουργία του κράτους, την ασφάλεια, την παράνομη μετανάστευση, τα εθνικά μας ζητήματα, τη λειτουργία των θεσμών. Αφορούν δηλαδή το παρόν και το μέλλον της χώρας. Δεν ισχυριζόμαστε βέβαια πως δεν υπήρξαν παραλείψεις ή λάθη ή ακόμη και αδικίες στα προηγούμενα χρόνια. Σήμερα, όμως, η ορατότητα είναι μηδέν. Η ανησυχία, η αβεβαιότητα, η αίσθηση παρακμής είναι διάχυτες παντού.
– Ποια είναι η προοπτική των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους μας και ποιοι εκφράζουν την πραγματική βούληση της κυβέρνησης; Εκείνοι που προεξοφλούν έντιμο συμβιβασμό ή εκείνοι που θεωρούν ανέφικτη μια συμφωνία και εισηγούνται ρήξη;
– Ποιο μήνυμα στέλνουν οι διεθνείς οίκοι που, ενώ έως πρόσφατα αναβάθμιζαν, τώρα υποβαθμίζουν τη χώρα, θυμίζοντας το ξεκίνημα της κρίσης; Τι σημαίνει η επαναφορά στο δημόσιο διάλογο, μέσα και έξω από τη χώρα, σεναρίων πιστωτικού γεγονότος, χρεοκοπίας, εξόδου από το ευρώ;
– Ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες, για τη χώρα και τον κάθε πολίτη, σε περίπτωση αδιεξόδου και ρήξης με τους εταίρους μας; Ποια μπορεί να είναι η επόμενη μέρα; Ποια τα επόμενα χρόνια;
– Ποια είναι σήμερα η κατάσταση στην πραγματική οικονομία; Πόσο κοστίζει ο χρόνος που περνά και χάνεται; Πόσο μπορεί να συνεχιστεί η μερική στάση πληρωμών στο εσωτερικό; Πόσο μπορεί ν’ αντέξουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις; Πόσες ακόμη χιλιάδες θέσεις εργασίας μπορεί να χαθούν στους επόμενους μήνες;
– Τι σηματοδοτούν και σε τι παραπέμπουν οι δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών για εκλογές και δημοψήφισμα; Μήπως οι πρώτοι διαβλέπουν αδυναμία διακυβέρνησης και στοχεύουν σε εσωκομματικό ξεκαθάρισμα, ενώ οι δεύτεροι προεξοφλούν απόλυτο αδιέξοδο της κυβερνητικής πολιτικής;
– Ποια πολιτική αναπτύσσεται απέναντι στις αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές; Ποια προβλήματα θα δούμε ακόμη και πως απαντούμε; Ποια πολιτική εκφράζουν δηλώσεις υπουργών πως η χώρα μπορεί να γίνει ορμητήριο λαθρομεταναστών, ακόμη και τζιχαντιστών προς την Ευρώπη;
– Ποια κατάσταση διαμορφώνεται μετά τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που ευνοούν τρομοκράτες και κουκουλοφόρους; Τι μπορεί να επιφυλάσσει η αδράνεια των Αρχών απέναντι στις καταλήψεις, η άρνησή τους να συμμορφωθούν στους νόμους και τις εισαγγελικές παραγγελίες; Τι σημαίνει οι αρμόδιοι υπουργοί να σχολιάζουν θέματα της αρμοδιότητάς τους, αλλά να μην μπορούν να αποφασίσουν;
– Ποιο μέλλον αναγράφεται στον ευαίσθητο χώρο της Παιδείας, όταν βάλλεται η αριστεία, καταργούνται τα πρότυπα σχολεία, επανακάμπτουν οι αιώνιοι φοιτητές, ξαναγίνονται άσυλα αναρχικών τα Πανεπιστήμια, αντιμετωπίζονται σαν ενδοοικογενειακές υποθέσεις οι καταλήψεις Σχολών από αντιεξουσιαστές;
– Ποια εικόνα εκπέμπει η Βουλή με την δυσλειτουργία της, με την προβληματική διεύθυνση των εργασιών της, που προκαλεί συγκρούσεις για τα ελάσσονα και την έλλειψη ενημέρωσης για τα μείζονα; Όταν η παραπολιτική σκιάζει την πολιτική, αναβαθμίζεται ή υποβαθμίζεται ο κορυφαίος αυτός θεσμός της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας;
– Ποια είναι, μετά από όλα αυτά, η διεθνής θέση της χώρας και πόσο ασφαλής η παρουσία μας στην Ευρωζώνη; Έχουμε ως χώρα περισσότερους ή λιγότερους φίλους στην Ευρώπη; Έχουμε ως πολίτες καλύτερες ή χειρότερες προοπτικές;
Όλα αυτά τα εναγώνια ερωτήματα συνθέτουν το ένα και μεγάλο καταλυτικό ερώτημα που βρίσκεται στο στόμα κάθε πολίτη: « Επιτέλους, που πάμε; »
Είναι βέβαιο ότι απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να δώσει η παρούσα συγκυβέρνηση. Και οι ώρες είναι κρίσιμες.
Οι δημοκρατικές, φιλοευρωπαϊκές και μεταρρυθμιστικές δυνάμεις της χώρας οφείλουν να είναι σε εγρήγορση. Οφείλουν να διαμορφώσουν το ταχύτερο τις απαραίτητες συνθήκες για την ευρύτερη δυνατή εθνική συναίνεση και ενότητα.