Συνέντευξη ευρωβουλευτη ΝΔ Γ. Κουμουτσάκου στα “Ναυτικά Χρονικά” και στον Ηλία Μπίσια
Με αφορμή την πρόσφατη ημερίδα που διοργάνωσε ο Έλληνας Ευρωβουλευτής στην Αθήνα στις αρχές Νοεμβρίου, συνομιλήσαμε μαζί του για τις τελευταίες εξελίξεις στο χώρο της ευρωπαϊκής ναυτιλιακής νομοθεσίας και στρατηγικής αλλά και τις τρέχουσες εξελίξεις στον ευρύτερο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας.
-Ποιες είναι οι βασικές προτεραιότητες σήμερα στην Επιτροπή Μεταφορών και Τουρισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη ναυτιλία και ποιες θέσεις και πρωτοβουλίες προωθούν οι Έλληνες ευρωβουλευτές;
Τη χρονιά που τελειώνει, η Επιτροπή μας υιοθέτησε δύο σημαντικές, στρατηγικού χαρακτήρα, εκθέσεις: την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τις Θαλάσσιες Μεταφορές με ορίζοντα το 2018 και την Ολοκληρωμένη Θαλάσσια Πολιτική. Ως εισηγητής από την πλευρά του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, σε συνεργασία με τους Έλληνες συναδέλφους, επέμεινα σε τέσσερα σημεία:
-Τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής ναυτιλίας, χωρίς άδικη επιβάρυνση της συμβολής της στην κοινή προσπάθεια για την προστασία του περιβάλλοντος.
-Τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές επιδοτήσεις.
-Την προσέλκυση, εκπαίδευση και παραμονή των ναυτικών στο επάγγελμα.
-Την ανάγκη εφαρμογής της σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας απ’ όλα τα κράτη που επιθυμούν να γίνουν μέλη της Ε.Ε.
Τα ζητήματα που θα μας απασχολήσουν τους αμέσως επόμενους μήνες είναι, μεταξύ άλλων, οι κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές επιδοτήσεις στη ναυτιλία, οι κοινωνικές οδηγίες και οι εξαιρέσεις της ναυτιλίας από το πεδίο εφαρμογής τους, αλλά και η ποινικοποίηση του ναυτικού επαγγέλματος, που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους ναυτικούς μας, οι εκπομπές ρύπων από τη ναυτιλία, η αναθεώρηση του οργανισμού λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Θαλάσσιας Ασφάλειας (EMSA – European Maritime Security Agency) και, βέβαια, ο κανονισμός εφαρμογής της Ολοκληρωμένης Θαλάσσιας Πολιτικής.
-Κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής σας με τη ναυτιλιακή πολιτική, ποιες διακρίνετε ότι είναι οι σχέσεις συνεργασίας των Ελλήνων ευρωβουλευτών με τους εκπροσώπους του ελληνικού εφοπλισμού και της ναυτεργασίας;
Η συνεχής επικοινωνία και συνεννόηση είναι προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ, για την επιτυχή προβολή και υποστήριξη θέσεων που διασφαλίζουν τα συμφέροντα της ελληνικής ναυτιλίας μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Είναι μια αμφίδρομη σχέση ουσιαστικής ενημέρωσης ευρωβουλευτών και ναυτιλιακής κοινότητας, που παράγει θετικά αποτελέσματα και μπορεί να αποδώσει ακόμη περισσότερο.
-Πιστεύετε ότι ενδιαφέρονται οι αιρετοί της Ευρώπης για θέματα ναυτιλίας; Ποιες στρατηγικές κινήσεις υποστηρίζει η Ελλάδα για την ενημέρωσή τους;
Οι συνάδελφοι ευρωβουλευτές της Επιτροπής Μεταφορών, ειδικά εκείνοι που προέρχονται από κράτη-μέλη με ναυτική παράδοση και παρουσία, παρακολουθούν με ενδιαφέρον τα τεκταινόμενα στον ζωτικό για την ευρωπαϊκή οικονομία τομέα των θαλάσσιων μεταφορών. Δεν μπορώ, όμως, να πω ότι το ίδιο ισχύει για το σύνολο των ευρωβουλευτών.
Η συμβολή της ναυτιλίας στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι κεφαλαιώδους σημασίας, ιδίως στη σημερινή δυσμενή οικονομική συγκυρία. Άρα, περιθώρια αδιαφορίας δεν υπάρχουν. Ταυτόχρονα όμως, όπως καλά γνωρίζετε, τα επιμέρους ζητήματα που αφορούν στη ναυτιλία -όπως για παράδειγμα η λειτουργία των λιμένων, η ασφάλεια στη θάλασσα, οι εκπομπές ρύπων, η ανακύκλωση των πλοίων- είναι θέματα πολύπλοκα, που απαιτούν εύρος και βάθος γνώσεων.
Επομένως, μια στρατηγική πληρέστερης ενημέρωσης για τις προκλήσεις και τις προοπτικές της ναυτιλίας είναι πάντα χρήσιμη. Η Ελλάδα, λόγω και του διεθνώς πρωταγωνιστικού της ρόλου, θα μπορούσε, σε συνεργασία και με άλλους εταίρους που έχουν σοβαρή ναυτιλιακή παρουσία και δράση, να αναλάβει σχετική πρωτοβουλία. Οι Έλληνες ευρωβουλευτές μπορούμε να συμβάλουμε, και ήδη το κάνουμε, αξιοποιώντας κάθε δυνατότητα που έχουμε. Η αποτελεσματικότητα των ενεργειών μας μπορεί να γίνει μεγαλύτερη με τη στήριξη του συνόλου της ναυτιλιακής κοινότητας.
-Ποιο θα ήταν το βασικό σημείο μιας τέτοιας ενημερωτικής πρωτοβουλίας;
Αιχμή του δόρατος κάθε στρατηγικής ενημέρωσης για τη ναυτιλία είναι δύο μηνύματα:
Πρώτον, να γίνει ξεκάθαρο ότι η ναυτιλία είναι οικονομική δράση που ασκείται στην παγκόσμια αγορά και αντιμετωπίζει τον ανάλογο ανταγωνισμό. Αυτό θέτει και τα όρια των παρεμβάσεων και ρυθμίσεων που μπορούν να υιοθετηθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εκ των πραγμάτων, τον κύριο ρόλο έχει ο Διεθνής Ναυτικός Οργανισμός, ο ΙΜΟ.
Δεύτερον, οι θαλάσσιες μεταφορές επιβαρύνουν πολύ λιγότερο το περιβάλλον από ό,τι οι χερσαίες και εναέριες μεταφορές. Η ναυτιλία παραμένει ο φιλικότερος προς το περιβάλλον τρόπος μεταφοράς. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να αδικείται με υπερβολικές πρόσθετες επιβαρύνσεις, που βλάπτουν την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής ναυτιλίας προς όφελος τρίτων. Γι’ αυτό η ένταξη της ναυτιλίας στο Σύστημα Εμπορίας Ρύπων (ETS) είναι λάθος που δεν πρέπει να γίνει.
-Σας απασχολεί η σταδιακή και ίσως απογοητευτική μείωση του νεανικού ενδιαφέροντος για μια σταδιοδρομία στη θάλασσα; Ποιες πρωτοβουλίες μπορούν να αναπτυχθούν ως προς αυτόν τον τομέα από το Ε.Κ.; Σκέφτεστε να επισκεφτείτε κάποιες ΑΕΝ στη χώρα και, αν ναι, τι θα θέλατε να αποκομίσετε από την επίσκεψή σας;
Όλες οι μελέτες, διεθνείς και ευρωπαϊκές, καταλήγουν σε ένα συμπέρασμα: η ναυτιλία θα αντιμετωπίσει σοβαρό έλλειμμα, ειδικά σε αξιωματικούς, τα αμέσως επόμενα χρόνια. Ειδικά για την Ελλάδα το ζήτημα αποκτά μεγαλύτερη σημασία, διότι κάτι τέτοιο θα ήταν πλήγμα στη μακρά ναυτική της παράδοση. Η συνεχιζόμενη έλλειψη Ελλήνων ναυτεργατών, αξιωματικών και κατώτερων πληρωμάτων έχει λάβει ιδιαίτερα ανησυχητικές διαστάσεις με απρόβλεπτες συνέπειες στο μέλλον.
Οι Έλληνες πρέπει να συνεχίσουν να πηγαίνουν στη θάλασσα και να εξελίσσονται σε ικανά στελέχη, όχι μόνο για την ελληνική αλλά και για την ευρωπαϊκή ναυτιλία.
Για να συμβεί αυτό, προϋπόθεση είναι οι νέοι που ενδιαφέρονται για το ναυτικό επάγγελμα να αποκτήσουν σύγχρονες γνώσεις για τις θαλάσσιες μεταφορές. Οι Ακαδημίες του Εμπορικού Ναυτικού χρειάζονται ριζικό εκσυγχρονισμό, τόσο στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα όσο και στην υλικοτεχνική υποδομή τους. Έχουν κατατεθεί, άλλωστε, λεπτομερείς προτάσεις από τη ναυτιλιακή κοινότητα, που η κυβέρνηση οφείλει να μελετήσει.
Αλλά η εκπαίδευση δεν είναι το μόνο. Οι πάντες γνωρίζουν την ιδιαιτερότητα του ναυτικού επαγγέλματος, που το κάνει μοναδικό, μη την έννοια ότι το εργασιακό περιβάλλον του ναυτεργάτη τον αποξενώνει από την οικογενειακή του εστία για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Χρειάζονται, λοιπόν, πολλαπλά κίνητρα.
Όλα αυτά προσβλέπω να τα συζητήσω απευθείας με τους σπουδαστές των ΑΕΝ, για να ακούσω τις απόψεις και τις ανησυχίες τους.
-Η πρόσφατη πολιτική της κυβέρνησης σε θέματα εμπορικής ναυτιλίας δημιουργεί έντονες αντιδράσεις στους κόλπους της ναυτιλίας. Πώς στέκεστε απέναντι στην αμηχανία των έως τώρα υπουργών να αναλάβουν βασικές πρωτοβουλίες σε συγκεκριμένα ναυτιλιακά θέματα;
Οι κυβερνητικές παλινωδίες στην υπόθεση του πρώην -πλέον- υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, που, αφού καταργήθηκε, τριχοτομήθηκε και μετά επανασυστάθηκε, χωλό, με άλλο όνομα και ασαφείς ακόμη αρμοδιότητες, προδίδουν έλλειψη στρατηγικής.
Χάθηκαν έτσι δώδεκα μήνες.
Ουδείς που αγαπάει την ελληνική ναυτιλία κατάλαβε, αλλά και ουδείς από την κυβέρνηση εξήγησε το «γιατί». Θα μπορέσει ο υπουργός κ. Διαμαντίδης να καλύψει τον αναξιοποίητο χρόνο και να ανακτήσει το χαμένο έδαφος; Το εύχομαι. Θα έχει τη στήριξη της κυβέρνησης και στελεχών του κόμματός του; Διατηρώ σοβαρές αμφιβολίες.
Οι πρόσφατες εξελίξεις ενισχύουν την ανησυχία μου.
-Στο παρελθόν έχετε αναφερθεί στην ανάγκη ανανέωσης του έργου και της καθημερινότητας του Λιμενικού Σώματος. Ποιες είναι οι προτάσεις σας για την επόμενη μέρα του Λ.Σ.;
Το Λιμενικό Σώμα εξαιτίας ακατανόητων κυβερνητικών αποφάσεων -δεν λέω πολιτικών, γιατί η πολιτική είναι κάτι συγκροτημένο, με αρχή, μέση και τέλος- έχει υποστεί απαράδεκτο ακρωτηριασμό. Αυτό που επείγει πλέον δεν είναι τα μεγαλεπήβολα σχέδια, αλλά η επούλωση των πληγών, για να μην εξελιχθούν σε γάγγραινα.
Και αυτό μπορεί να γίνει εάν ακούσουμε, έστω και τώρα, με προσοχή τους ανθρώπους και τα στελέχη του Λιμενικού Σώματος. Χωρίς να τους εμπλέξουμε σε κομματικά παίγνια και σε πειραματισμούς των περαστικών εξωτερικών «ειδικών συμβούλων». Χρήσιμη η γνώμη τους, αλλά απαράδεκτη η επιμονή τους.
Από εκεί και πέρα, πιστεύω πως ειδικό βάρος πρέπει να δοθεί στη διαρκή εκπαίδευση των στελεχών και στον εκσυγχρονισμό μέσων και μεθόδων. Γνωρίζω τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, όμως, με ορθολογική χρήση, μπορούν και πρέπει να γίνουν βήματα μπροστά.
-Κατάγεστε από τη Λακωνία, μια περιοχή με σημαντική ανεργία σήμερα. Ανησυχείτε για το μέλλον της ελληνικής περιφέρειας; Πιστεύετε ότι στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο για τη χώρα μας θα δούμε μαζική μεταναστευτική φυγή από αυτή όπως πριν από πολλές δεκαετίες;
Η κατάσταση είναι έτσι όπως την περιγράφετε, και όχι μόνο στη Λακωνία. Ειδικά η ανεργία των νέων στην Πελοπόννησο ξεπερνά το 24%.Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα σε άλλες περιφέρειες της χώρας, στην Ήπειρο, την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, τη Στερεά. Η βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας εκτινάσσει παντού στην Ελλάδα την ανεργία στα ύψη.
Εύκολη διέξοδος δεν υπάρχει. Δεν θα υπάρξει, για όσο καιρό η κυβέρνηση θα ακολουθεί τον εύκολο αλλά αδιέξοδο δρόμο της «επιχειρηματοκτόνου» φορολογίας. Για όσο καιρό, δεν θα ακολουθείται πολιτική αναπτυξιακής λογικής και στόχευσης. Μόνο με τη βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας μπορούμε να αποφύγουμε το, αδιανόητο για τη σύγχρονη Ελλάδα, ενδεχόμενο μιας μαζικής μετανάστευσης άλλων εποχών.
-Να περάσουμε στην εσωτερική πολιτική; Ποια θεωρείτε ότι είναι τα σημαντικότερα προβλήματα, αλλά και τα μεγαλύτερα λάθη, που δεν κατάφερε να επιλύσει η Νέα Δημοκρατία και την οδήγησαν σήμερα σε μάλλον μέτρια αποτελέσματα στις πρόσφατες εκλογές;
Η Νέα Δημοκρατία μόλις πριν από ένα χρόνο πέρασε δύο διαδοχικές, επώδυνες δοκιμασίες.Τη δεινή ήττα των εκλογών του 2009 και αμέσως μετά τη μακρά, δημοκρατική, αλλά και αναπόφευκτα συγκρουσιακή διαδικασία εκλογής νέου προέδρου από τη βάση της. Ήταν η πιο δύσκολη περίοδος στην ιστορία της παράταξης. Σήμερα, σε πολιτικό χρόνο-ρεκόρ, η Νέα Δημοκρατία έχει ανασυνταχθεί. Ανέκτησε μεγάλο μέρος του χαμένου εδάφους και απέκτησε νέα πολιτική δυναμική. Γι’ αυτό και διαφωνώ με την αξιολόγησή σας για το αποτέλεσμα των πρόσφατων αυτοδιοικητικών εκλογών.
Είναι αυτό αρκετό; Τελείωσε η προσπάθεια; Όχι βέβαια. Χρειαζόμαστε ακόμη περισσότερη παραγωγή πολιτικής, ακόμη περισσότερη ανανέωση, ακόμη περισσότερη επικοινωνία με τους πολίτες, που περνούν δύσκολες ώρες.
-Πώς βλέπετε τις κινήσεις της κ. Μπακογιάννη, με την οποία στο παρελθόν έχετε συνεργαστεί στο ΥΠ.ΕΞ.; Και γενικότερα, τη συνεχιζόμενη οικογενειοκρατία στους κόλπους της πολιτικής;
Θεωρώ την «οικογενειοκρατία», ανεξαρτήτως προσώπων, μία από τις παθογένειες -όχι πάντως τη σημαντικότερη- του πολιτικού γίγνεσθαι στην Ελλάδα. Είναι μια παθογένεια που μόνον οι πολίτες μπορούν να «θεραπεύσουν». Αρκεί να μην έλκονται άκριτα και αυτόματα από τη «γοητεία της δυναστείας». Η λύση είναι η αναζήτηση και επιβράβευση των άξιων όπου και αν αυτοί βρίσκονται.
Όσον αφορά στις εξελίξεις στη Νέα Δημοκρατία, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Πριν από μόλις ένα χρόνο, οκτακόσιες χιλιάδες πολίτες επέλεξαν νέο πρόεδρο του κόμματος. Η εντολή τους μάς δεσμεύει. Οφείλουμε όλοι να τον στηρίξουμε στο τιτάνιο έργο ανασύνταξης της παράταξης. Η κ. Μπακογιάννη, από την πλευρά της, πήρε τις γνωστές, δικές της αποφάσεις.
–Σας απασχολεί η μεγάλη αποχή που παρατηρήθηκε στις πρόσφατες εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στη χώρα μας;
Το ενδιαφέρον για τα «κοινά» και η συμμετοχή στα «δημόσια πράγματα» είναι η νομιμοποίηση, το «οξυγόνο» της Δημοκρατίας. Αντίθετα, η αδιαφορία και η αποστασιοποίηση μπορούν να την οδηγήσουν σε «ασφυξία». Γι’ αυτό και η αποχή -όταν μάλιστα τείνει να αποκτήσει χαρακτηριστικά σταθερής πολιτικής συμπεριφοράς- με ανησυχεί πολύ. Διαφωνώ ριζικά με τη στάση του απαθούς παρατηρητή. Δεν μέμφομαι, όμως, εκείνους που την υιοθετούν. Η πρώτη ευθύνη δεν είναι δική τους, αλλά εκείνων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ασκούν πολιτική.
–Πώς μπορεί η νέα γενιά να εμπιστευθεί και πάλι τους πολιτικούς που την εκπροσωπούν;
Όταν οι πολιτικοί δείξουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους νέους. Όταν τους ακούμε χωρίς να τους κολακεύουμε. Όταν τους μιλάμε με ειλικρίνεια για τα δύσκολα, αλλά και για τις ευκαιρίες που είναι μπροστά. Όταν με τη στάση μας τους πείσουμε ότι δεν διαχειριζόμαστε κυρίως τις δικές μας προσωπικές φιλοδοξίες, αλλά αναζητούμε και δουλεύουμε για λύσεις στα προβλήματά τους.
Λύσεις ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες.
Όταν τα οράματα και τα πρότυπα που τους προσφέρουμε είναι αυθεντικά, απαλλαγμένα από παραπλανητικές υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα. Έχοντας ακούσει πολύ Σαββόπουλο, πιστεύω ότι κανείς δεν μπορεί να κοροϊδέψει τα παιδιά, γιατί… «έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα».
–Ποια θεωρείτε ότι είναι η μεγαλύτερη ευθύνη σας ως πολιτικού;
Όλα αυτά και κάτι ακόμη. Να είμαι όσο πιο κοντά γίνεται στους πολίτες. Και κυρίως να πολιτεύομαι με γνώμονα το σεβασμό στην αξιοπρέπειά τους και στην αξιοπρέπεια της χώρας.
Κύριε Μπίσια, πιστεύω στην παιδευτική αποστολή της πολιτικής. Είναι ισάξια, ίσως σημαντικότερη, από τη διαχειριστική άσκησή της.
–Πότε πιστεύετε ότι ένας πολιτικός πρέπει να αποσύρεται οριστικά από την πολιτική;
Η πολιτική είναι εξαιρετικά δυναμική διαδικασία. Ό,τι σήμερα φαίνεται δεδομένο, αύριο μπορεί να ανατραπεί. Εγχειρίδιο και γενικοί κανόνες «πολιτικής απόσυρσης» δεν υπάρχουν, ούτε είναι δυνατόν να υπάρξουν.
Προσωπικά, πάντως, θα σας έλεγα ότι δύο είναι οι βασικοί λόγοι που θα μπορούσαν να με οδηγήσουν σε μια τέτοια απόφαση: η πεποίθηση ότι η εποχή θα με έχει ανεπιστρεπτί ξεπεράσει και, δεύτερον, όταν οι συμβιβασμοί, που θα πρέπει να γίνουν για να εξασφαλιστεί η συνέχεια, διαπερνούν τις άμυνες των αρχών και των αξιών μου. Όμως, σαν λίγο νωρίς δεν με ρωτάτε;