Συνέντευξη ευρωβουλευτή ΝΔ Γ. Κουμουτσάκου στον “Ελεύθερο Τύπο” και στον Δ. Κοτταρίδη
Ο πρώην εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών και έμπειρος διπλωμάτης τονίζει πως η Τουρκία παίζει με τη φωτιά, καθώς επιδιώκει να συντηρηθεί μια “ελεγχόμενη ένταση” στην περιοχή προκειμένου να καταχωρήσει μεταξύ άλλων και το ρόλο της περιφερειακής δύναμης που επιδιώκει, ενώ υποστηρίζει πως η κυβέρνηση της Ν.Δ. είχε ξεκινήσει διακριτικά τις συνομιλίες για τον καθορισμό της ελληνικής ΑΟΖ.
Όσον αφορά, μάλιστα, στο θέμα των Σκοπίων, ο κ. Κουμουτσάκος δηλώνει για πρώτη φορά πως η Ελλάδα θα πρέπει να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο να προσφύγει εκείνη -αυτή τη φορά- κατά της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας για παραβίαση θεμελιωδών προνοιών της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
-Τις τελευταίες μέρες στήνεται ένα σκηνικό έντασης στην ευρύτερη περιοχή μας με αφορμή τις έρευνες της Κυπριακής Δημοκρατίας για φυσικό αέριο. Εκτιμάτε ότι η Άγκυρα θα υλοποιήσει τις απειλές της;
Η χρήση απειλών από την Τουρκία είναι διαχρονικά συστατικό στοιχείο της εξωτερικής της πολιτικής. Προσφεύγει εύκολα σε αυτές όταν κρίνει ότι τα πράγματα εξελίσσονται με τρόπο που δεν συμπίπτει με τις γεωστρατηγικές της επιδιώξεις, ανεξάρτητα εάν αυτές οι εξελίξεις είναι καθόλα νόμιμες και σύμφωνες με το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική.
Δεν εκπλήσσει λοιπόν η κλιμάκωση των αντιδράσεων της Άγκυρας στην άσκηση του νόμιμου κυριαρχικού δικαιώματος της Κυπριακής Δημοκρατίας για έρευνες στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη. Η Τουρκία επιδιώκει να συντηρηθεί μια “ελεγχόμενη ένταση” στην περιοχή προκειμένου, μεταξύ άλλων, να καταχωρήσει το ρόλο της περιφερειακής δύναμης – τοποτηρητή που σταθερά διεκδικεί στην Ανατολική Μεσόγειο.
Όμως η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ελεγχόμενης και ανεξέλεγκτης έντασης είναι εξαιρετικά λεπτή. Η Τουρκία κυριολεκτικά παίζει με τη φωτιά.
-Θεωρείτε πως είναι πιθανή μια γενικότερη κλιμάκωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων;
Επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων υπάρχει ήδη εξ αντανακλάσεως. Η τουρκική κινητικότητα στην περιοχή του Καστελλόριζου προφανώς δεν είναι τυχαία. Συμπληρώνει τις τουρκικές αντιδράσεις εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Γενικότερη κλιμάκωση, όμως, όπως λέτε, θεωρώ ότι σε αυτό το στάδιο είναι ένα “σενάριο επί χάρτου” από εκείνα που πάντα βρίσκονται στα συρτάρια του υπουργείου Εξωτερικών και Αμύνης.
-Τον τελευταίο καιρό η κυβέρνηση Γκρούεφσκι έχει επιδοθεί σε πρωταθλητισμό προκλήσεων προς τη χώρα μας, εγείροντας αγάλματα του Μ. Αλεξάνδρου και μετονομάζοντας πλατείες, στο πλαίσιο της γνωστής πολιτικής του αλυτρωτισμού. Δεδωμένου ότι εκκρεμεί κι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης μετά από προσφυγή των Σκοπίων, πώς βλέπετε να εξελίσσεται το ζήτημα της ονομασίας;
Οι τελευταίες αυτές κινήσεις της κυβέρνησης Γκρούεφσκι, όσο και εάν προκαλούν θυμηδία, δεν παύουν να αποτελούν μια ακόμα κλιμάκωση του ανιστόρητου αλυτρωτισμού της σκοπιανής ηγεσίας. Έχει πια δημιουργηθεί μια κρίσιμη μάζα προκλητικών κινήσεων αλυτρωτισμού που θα πρέπει να μας προβληματίσει για το ποιες θα πρέπει να είναι οι περαιτέρω αντιδράσεις και ενέργειές μας.
Η Ελλάδα θα πρέπει να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο να προσφύγει εκείνη -αυτή τη φορά- κατά της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας για παραβίαση θεμελιωδών προνοιών της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Πολλά θα εξαρτηθούν βέβαια και από την αναμενόμενη απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την προσφυγή των Σκοπίων. Όλες οι επιλογές θα πρέπει να εξεταστούν. Ακόμα και εκείνη της καταγγελίας της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
-Εκτιμάτε πως η οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα θα μπορεί να επιδράσει αρνητικά και σε πιθανές εξελίξεις στα εθνικά μας θέματα;
Η οικονομία, ως θεμελιώδης παράγοντας εθνικής ισχύος, επηρεάζει αποφασιστικά τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Επομένως, σε αυτήν την περίοδο της μεγάλης κρίσης, η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να παραμείνει ίδια και απαράλλακτη με εκείνην που ασκούσε έως τώρα η Χώρα. Προσοχή όμως. Αυτό κατ’ ουδένα τρόπο σημαίνει ότι η εξωτερική μας πολιτική θα είναι μια πολιτική αδρανής, ασθενής ή -φευ- υποχωρητική. Αντίθετα σημαίνει ότι θα πρέπει να καλύψει τις αρνητικές επιδράσεις της κρίσης με νέες ιδέες, νέες πρακτικές, νέους σχεδιασμούς. Με αναζήτηση και αξιοποίηση νέων συνεργασιών και με διεύρυνση συμμαχιών.
Το κρίσιμο ζητούμενο λοιπόν είναι να διαμορφώσουμε μια ανανεωμένη εξωτερική πολιτική. Πιο σύγχρονη και πιο αποτελεσματική στην προάσπιση και προώθηση των εθνικών μας συμφερόντων. Χρειαζόμαστε επειγόντως μια «χαμηλού κόστους και αυξημένης απόδοσης εξωτερική πολιτική. Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να δούμε και την ενίσχυση των σχέσεών μας με το Ισραήλ.