Άρθρο του ευρωβουλευτή ΝΔ Γ. Κουμουτσάκου στο περιοδικό “Foreign Αffairs”
Στις αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ανακοίνωσε την απόφασή του στην Υπόθεση της προσφυγής της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας κατά της Ελλάδας.
Η πΓΔΜ είχε υποβάλλει δύο αιτήματα προς το Δικαστήριο:
-Να διαπιστώσει εάν η Ελλάδα στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008, είχε παραβιάσει τις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και
-Να διατάξει τη χώρα μας να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με τη διάταξη του άρθρου 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και να μην προβάλει αντίρρηση, άμεσα ή έμμεσα, στην εισδοχή της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ ή σε άλλους οργανισμούς στους οποίους η Ελλάδα είναι μέλος, εφόσον η χώρα αυτή θα αναφέρεται στους οργανισμούς αυτούς ως «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας», δηλαδή με την προσωρινή της ονομασία σύμφωνα με την απόφαση 817 (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Η ετυμηγορία του Δικαστηρίου της 5ης Δεκεμβρίου ήταν καταδικαστική για την Ελλάδα ως προς το πρώτο μέρος της και λιγότερο αρνητική ως προς το δεύτερο. Η επίσημη ανακοίνωση του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών της ίδιας ημέρας ανέφερε:
«Ως προς το πρώτο αίτημα, το Δικαστήριο αξιολογώντας όλα τα πραγματικά περιστατικά που τέθηκαν υπόψη του, καθώς και τις δημόσιες τοποθετήσεις της Ελλάδας στη Σύνοδο του Βουκουρεστίου, διαπίστωσε ότι η χώρα μας προέβαλε αντίρρηση στην ένταξη της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, τον Απρίλιο του 2008.
Το Δικαστήριο απέρριψε στο σύνολο του το δεύτερο αίτημα της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, συμπεραίνοντας ότι δεν θεωρεί απαραίτητο να διατάξει την Ελλάδα να μην επαναλάβει παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον».
Στο μέσον της γενικότερης εξαιρετικά δυσμενούς συγκυρίας για τη χώρα μας, η απόφαση αυτή του Δικαστηρίου της Χάγης αν και διαπιστωτικού χαρακτήρα για ήδη τετελεσμένα, συγκεκριμένα γεγονότα, είναι μια δύσκολη στιγμή στη μακρά πορεία επίλυσης ενός δύσκολου ζητήματος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Στη σύγχρονη μορφή του το «Μακεδονικό» αφορά πρωτίστως στον καθορισμό της οριστικής ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην απόφαση 817 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ετυμηγορία του Διεθνούς Δικαστηρίου συνιστά σοβαρή αφορμή για να εξετάσουμε πολύ προσεκτικά τις περαιτέρω ενέργειές μας.
Δύο είναι τα κύρια ερωτήματα που εγείρονται:
-Η απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης επηρεάζει και σε ποιο βαθμό την περαιτέρω πορεία των σχέσεών μας με τα Σκόπια;
-Ποιες θα μπορούσαν να είναι οι βασικές κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής μας, με προοπτική την αμοιβαίως αποδεκτή επίλυση του ζητήματος της ονομασίας στο πλαίσιο της γνωστής θέσης «μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και ισχύ έναντι όλων- erga omnes»;
Το Βουκουρέστι παραμένει πολύτιμο διπλωματικό εφόδιο.
Η Απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου δεν είναι η πρώτη δύσκολη στιγμή και ενδεχομένως δεν θα είναι και η τελευταία, έως την επίτευξη της επιθυμητής από την Ελλάδα αμοιβαία αποδεκτής λύσης αυτού του ζητήματος.
Μια εξαιρετικά δύσκολη -οδυνηρή- στιγμή ήταν άλλωστε η λανθασμένη αποδοχή από την Ελλάδα της προβληματικής, ετεροβαρούς, Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995. Βάσει αυτής προσέφυγε η κυβέρνηση Γκρουέφσκι κατά της χώρας μας.
Υπενθυμίζω τι προβλέπει το Άρθρο 11 εκείνης της Συμφωνίας.
•«Με τη θέση σε ισχύ της παρούσης Ενδιάμεσης Συμφωνίας, το Πρώτο Συμβαλλόμενο Μέρος (σ.σ. Ελλάδα) συμφωνεί να μην αντιταχθεί στην αίτηση εισδοχής ή στη συμμετοχή του Δεύτερου συμβαλλόμενου Μέρους (σ.σ. Σκόπια) ως μέλους σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς οργανισμούς και θεσμούς στους οποίους το Πρώτο Συμβαλλόμενο Μέρος (Ελλάδα) είναι μέλος.
•Το Πρώτο Συμβαλλόμενο Μέρος (Ελλάδα), εντούτοις διατηρεί το δικαίωμα να αντιταχθεί σε οποιαδήποτε συμμετοχή από τις προαναφερθείσες εάν και στο μέτρο που το Δεύτερο Συμβαλλόμενο Μέρος (Σκόπια) πρόκειται να αναφέρεται διαφορετικά από ό, τι στην παράγραφο 2 της Απόφασης 817 (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (σ.σ. δηλαδή ως Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας)».
Καθ’ υπερβολήν – όχι αδίκως, όμως – θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μεγάλο μέρος της αρνητικής για τη χώρα μας ετυμηγορίας της 5ης Δεκεμβρίου του 2011, ουσιαστικά είχε «συνταχθεί» ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1995, όταν η Ελλάδα δέχθηκε τις δεσμεύσεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα που έχει ως σταθερό σημείο αναφοράς της εξωτερικής της πολιτικής το Διεθνές Δίκαιο, σέβεται απολύτως το Δικαστήριο.
Βεβαίως το γεγονός ότι σεβόμαστε το Δικαστήριο δεν μας στερεί το δικαίωμα να κρίνουμε τις αποφάσεις του. Πιστεύω, λοιπόν, ότι στη συγκεκριμένη απόφαση το Δικαστήριο σε πολλές περιπτώσεις αγνόησε πλούσιο αποδεικτικό υλικό σχετικά με τον αλυτρωτισμό και την εχθρική προπαγάνδα των Σκοπίων όπως σχολικά εγχειρίδια, χάρτες «Μεγάλης Μακεδονίας «, κλπ. Επιπλέον, η αιτιολογία που χρησιμοποίησε ήταν πολλές φορές ελλιπής, αυστηρά φορμαλιστική, ενίοτε δε κυρίως πολιτική και δευτερευόντως νομική.
Θα πρέπει, πάντως, να είναι σαφές ότι η ετυμηγορία του Δικαστηρίου δεν αφορά και δεν θα μπορούσε να αφορά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων μέσα στο ΝΑΤΟ, ούτε στα ουσιαστικά κριτήρια και απαιτήσεις που θέτει η Συμμαχία για την εισδοχή νέων μελών σε αυτήν. Κατά συνέπεια, η απόφαση αυτή δεν αλλοιώνει ούτε μεταβάλλει τη βαρύνουσα σημασία της ομόφωνης θέσης των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008.
Αυτή είναι μια ιδιαίτερα σημαντική διαπίστωση, ένα ιδιαίτερα θετικό στοιχείο καθώς η ιστορική εκείνη απόφαση ανήγαγε την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας σε προϋπόθεση ένταξης, τονίζοντας ότι «…η ΠΓΔΜ θα προσκληθεί μόλις επιτευχθεί μια αμοιβαίως αποδεκτή λύση…».
Έκτοτε, η ξεκάθαρη αυτή θέση επαναλήφθηκε αυτολεξεί στις Συνόδους Κορυφής του ΝΑΤΟ του Στρασβούργου το 2009 και της Λισσαβόνας το 2010. Πρόσφατα -μετά την απόφαση του Δικαστηρίου- επιβεβαιώθηκε και πάλι στις 9 Δεκεμβρίου. Επιπλέον, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, κ. Ράσμουσεν, επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία και με κατηγορηματικό τρόπο ότι η προϋπόθεση του Βουκουρεστίου ισχύει.
Η «λογική του Βουκουρεστίου» – που είχε και έχει την αποδοχή όλων των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων και σύσσωμης της ελληνικής κοινωνίας – αντανακλάται και στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που αφορούν στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της πΓΔΜ με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η επίλυση του ζητήματος της ονομασίας αντιμετωπίζεται από το Συμβούλιο της ΕΕ ως «ουσιώδες ζήτημα» για την πρόοδο της ενταξιακής πορείας της γειτονικής χώρας. Αυτή η βασική θέση επιβεβαιώθηκε στην πρόσφατη σύνοδο του Δεκεμβρίου στις Βρυξέλλες.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι μετά το Βουκουρέστι διαμορφώθηκε και στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ ένα πολύτιμο πολιτικό και διπλωματικό κεκτημένο που ορίζεται ως: «λύση για ένταξη». Πρόκειται για ένα εξαιρετικά χρήσιμο διαπραγματευτικό εφόδιο που πρέπει να διαφυλαχθεί με κάθε προσπάθεια διότι κατ’ ουσίαν επανέφερε την ισορροπία στη διαπραγμάτευση. Ισορροπία που είχε ανατραπεί σε βάρος της συμμάχου Ελλάδας από την αιφνίδια και – τουλάχιστον – επιπόλαιη απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να αναγνωρίσουν το Νοέμβριο του 2004, την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία με το λεγόμενο συνταγματικό της όνομα.
ΣΤΑΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΟΣ Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΛΥΣΗ
Το εφόδιο του Βουκουρεστίου είναι απαραίτητο, όχι βέβαια για να εμποδίζεται η συμμετοχή της γειτονικής χώρας στους Ευρωπαϊκούς και Ατλαντικούς θεσμούς. Ούτε για να διαιωνίζεται η σημερινή προβληματική κατάσταση. Αλλά για να βοηθηθεί η διαπραγμάτευση που «σέρνεται» επί 16 χρόνια εξαιτίας της γειτονικής αδιαλλαξίας.
Η λογική «λύση για ένταξη» λειτουργεί ως ισχυρή προτροπή προς την πΓΔΜ και ειδικότερα προς τον κ. Γκρουέφσκι και την Κυβέρνησή του, να φανούν επιτέλους λιγότερο αδιάλλακτοι, λιγότερο προκλητικοί, λιγότερο αντιπαραγωγικοί, ώστε να μας συναντήσουν «στο μέσο της διαδρομής» στο οποίο τους περιμένουμε από το 2007. Όταν, δηλαδή, η Ελλάδα έκανε το μεγάλο βήμα της οριοθέτησης της ελληνικής θέσης στο γνωστό πλαίσιο: «μια σύνθετη γεωγραφική ονομασία με ισχύ έναντι όλων (erga omnes)».
Η Ελλάδα ουδέποτε επεδίωξε, ούτε επιδιώκει ως αυτοσκοπό τον αποκλεισμό των Σκοπίων από Διεθνείς Οργανισμούς. Δεν επιδιώκει την παράταση αυτής της εκκρεμότητας και, μάλιστα, σε χαλεπούς καιρούς. Αντιθέτως, επιδιώκει οριστική λύση σταθερότητας και καλής γειτονίας στην περιοχή. Λύση που δεν είναι δυνατόν να οικοδομηθεί πάνω στην απαράδεκτη λογική αλυτρωτισμού και μισαλλοδοξίας εναντίον της Ελλάδας, ούτε βέβαια στο σφετερισμό της ιστορίας και του πολιτισμού της.
Δεν υπάρχει τίποτα στην Απόφαση του Δικαστηρίου που να οδηγεί ή να δικαιολογεί μεταβολή αυτής της βασικής στρατηγικής επιλογής της Ελλάδας και της επιδίωξής της να υπάρξει οριστική λύση στο ζήτημα της ονομασίας. Αντιθέτως μάλιστα. Το πλέον σαφές μήνυμα, που στέλνει το Δικαστήριο για το μέλλον, είναι ότι υπάρχει υποχρέωση διαπραγμάτευσης με καλή πίστη υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην Απόφαση 817 του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Σκοπός και επιδίωξή μας, λοιπόν, είναι η επίλυση. Μια στέρεη, οριστική λύση που άλλωστε εντάσσεται και υπηρετεί τη μείζονα ελληνική στρατηγική επιλογή για ασφαλή, σταθερά, δημοκρατικά Βαλκάνια αμοιβαίας συνεργασίας μέσα στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό, η αναζωογόνηση της ενταξιακής πορείας των Δυτικών Βαλκανίων θα πρέπει να αποτελέσει μια από τις κορυφαίες προτεραιότητες της επόμενης ελληνικής Προεδρίας το 2014. Επομένως, όλες οι αποφάσεις και ενέργειές μας οφείλουν να υπηρετούν τον σκοπό της επίλυσης.
ΤΡΕΙΣ ΑΞΟΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Συνοψίζω σε τρεις λέξεις τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους εκτιμώ ότι θα πρέπει να κινηθεί η πολιτική μας από εδώ και στο εξής: Διαφύλαξη – Διαπραγμάτευση – Δέσμευση.
Η «διαφύλαξη» αναφέρεται στην απόφαση του Βουκουρεστίου και στη λογική «λύση για ένταξη». Όπως ανέφερα, πρόκειται για πολύτιμο εφόδιο που οφείλουμε να φροντίσουμε και να προστατεύσουμε. Δεν είναι απλό εγχείρημα.
Ήδη από ορισμένες πλευρές προωθείται η άποψη ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ καθώς και στην ΕΕ είναι αλληλένδετα κεφαλαιώδη στοιχεία για την Ευρωατλαντική προοπτική που έχει υιοθετήσει η πΓΔΜ. Στο πλαίσιο αυτό υποστηρίζεται ότι η προσεχής Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Σικάγο το Μάιο, προσφέρει μια σημαντική ευκαιρία για να σημειωθεί πρόοδος. Ενδεικτική αυτής της τάσης είναι η πρόταση ψηφίσματος που έχει κατατεθεί προς έγκριση στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, από το Βρετανό Σοσιαλιστή, Richard Howitt.
Ουδείς μπορεί να αποκλείσει ότι κάποιο από τα κράτη-μέλη της Συμμαχίας, όπως για παράδειγμα η Τουρκία, δεν θα επιχειρήσει να «ανοίξει» τη συζήτηση για το εάν θα πρέπει να μεταβληθεί ή όχι η θέση που υιοθετήθηκε το 2008 στο Βουκουρέστι. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χρειάζεται, επομένως, επίμονη και διαρκής δουλειά με σκοπό τον εμπλουτισμό και την ενίσχυση των συμμαχιών μας σε διμερές και πολυμερές επίπεδο.
Τη διαφύλαξη του κεκτημένου του Βουκουρεστίου υπηρετεί επίσης η προς όλους ξεκάθαρη βούληση της Ελλάδας να συμμετέχει σταθερά, ενεργά και εποικοδομητικά στις υπό τον ΟΗΕ διαπραγματεύσεις, που ξεκίνησαν και πάλι στη Νέα Υόρκη. Η Ελλάδα μπορεί να είναι ένα βήμα μπροστά, με κινήσεις και πρωτοβουλίες που θα αποκαλύπτουν την εμμονή της άλλης πλευράς στην αδιαλλαξία.
«Διαπραγμάτευση», λοιπόν, στη βάση της γνωστής θέσης μας «σύνθετη γεωγραφική ονομασία με ισχύ έναντι όλων – erga omnes». Υπογραμμίζω ότι δεν θα πρέπει να υπάρχουν ασάφειες ή να επιτρέπονται παρανοήσεις για το ενιαίο και αδιαίρετο αυτής της θέσης. Η θέση αυτή δεν διασπάται και δεν τεμαχίζεται. Έτσι, δεν μπορεί να είναι αποδεκτή λύση μια σχετικά ικανοποιητική ονομασία αλλά με περιορισμένο εύρος εφαρμογής. Ούτε μια μη-ικανοποιητική ονομασία αλλά ευρείας εφαρμογής.
Για να έχει, όμως, σοβαρή προοπτική αίσιας έκβασης αυτή η διαπραγμάτευση – όπως άλλωστε κάθε διαπραγμάτευση – πρέπει να διεξάγεται σε ατμόσφαιρα αποφυγής εντάσεων και προκλήσεων κάθε μορφής.
Η έως τώρα εμπειρία έχει δείξει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η κυβέρνηση Γκρουέφσκι έχει αναγάγει τις προκλήσεις έναντι της Ελλάδας σε συστατικό στοιχείο της διαπραγματευτικής της τακτικής. Επαναπαυμένη στις 133 διμερείς αναγνωρίσεις με το λεγόμενο συνταγματικό όνομα, η κυβέρνηση Γκρουέφσκι «βολεύεται» στη διαιώνιση της σημερινής κατάστασης, εκτιμώντας ότι τελικά ο χρόνος εργάζεται προς όφελος των επιδιώξεών της.
Η Ελλάδα θα πρέπει, λοιπόν, να απαιτήσει τη «δέσμευση» των Σκοπίων ότι δεν θα προβούν με ενέργειες ή παραλείψεις σε οιασδήποτε μορφής πρόκληση που θα μπορούσε να διαταράξει την απαραίτητη για την ευόδωση των διαπραγματεύσεων ατμόσφαιρα ηρεμίας και μετριοπάθειας. Σε αντίθετη περίπτωση – και αυτό θα πρέπει να καταστεί σαφές προς όλους- η Ελλάδα θα μπορούσε να προχωρήσει σε καταγγελία της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
Η κυβέρνηση των Σκοπίων θα γνωρίζει έτσι ότι η υπονόμευση της διαπραγματευτικής διαδικασίας με προκλήσεις όπως αυτές που συνεχίζονται χωρίς σοβαρότητα και μέτρο – θυμίζω τις αψίδες που οδηγούν στη «Μεγάλη Μακεδονία», τα πανάκριβα αγάλματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου καθώς και το κάψιμο της ελληνικής σημαίας σε τοπικές «πολιτιστικές» εκδηλώσεις – δεν θα μείνει χωρίς συνέπειες.
ΟΧΙ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΧΩΡΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Στο σημείο αυτό, δύο λόγια για το κρίσιμο ζήτημα της καταγγελίας της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Πολλοί, ειδικά μετά την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει στην καταγγελία της ώστε να απαλλαγεί η Αθήνα από δεσμεύσεις και να ασκήσει νέα πίεση προς τα Σκόπια.
Για πολλούς και –θεωρώ – προφανείς λόγους, δεν θα έπρεπε να είμαστε εκ προοιμίου αντίθετοι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο βασικότερος από αυτούς είναι ότι ουδείς θα πρέπει να περιορίζει τις επιλογές του.
Ταυτόχρονα, όμως, πιστεύω ότι μια τέτοια μείζων κίνηση εκ μέρους της Ελλάδας δεν πρέπει να έχει τη μορφή ανακλαστικής αντίδρασης σε κάποια αρνητική εξέλιξη. Αντίθετα, θα πρέπει να έχει μελετηθεί λεπτομερώς και σε βάθος σε όλες της τις προεκτάσεις. Επομένως, δεν μπορώ να αποδεχτώ αυτόματα την επιλογή της καταγγελίας ως χρήσιμο και αποτελεσματικό χειρισμό.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, η Ενδιάμεση Συμφωνία – παρά τις προφανείς σε βάρος της Ελλάδας αδυναμίες της – με τη σχεδόν εικοσαετή εφαρμογή της έχει δημιουργήσει μια κατάσταση πραγμάτων και ένα πλαίσιο σχέσεων που η ανατροπή τους θα είχε σοβαρά παρεπόμενα όχι μόνον σε διμερές αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Επομένως, μια απόφαση καταγγελίας δεν μπορεί να ληφθεί αβασάνιστα. Είναι απαραίτητο να έχει προηγουμένως ενταχθεί σε μια συνολική, ολοκληρωμένη και συνεκτική στρατηγική που θα έχει λάβει υπόψη της όλες τις παραμέτρους, όλες τις πιθανές -γιατί όχι και τις απίθανες- αντιδράσεις που μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να προκαλέσει. Όλα τα πιθανά και τα απίθανα σενάρια και όλες οι εξελίξεις με τις οποίες ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπη η χώρα πρέπει να μελετηθούν με μεγάλη σοβαρότητα, ψυχραιμία και ρεαλισμό. Τα όποια θετικά θα πρέπει να συγκριθούν με τα αναμενόμενα αρνητικά.
Με λίγα λόγια, θα πρέπει να υπάρχει μια πλήρως επεξεργασμένη πολιτική που να απαντά στο καίριο ερώτημα: «Και μετά την καταγγελία, τί;». Χωρίς ικανοποιητική απάντηση σε αυτό το ερώτημα, η καταγγελία μπορεί να περιμένει, παραμένοντας μια δυνητική επιλογή.
Εν κατακλείδι, η απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης χωρίς να αποτελεί μια δραματική εξέλιξη που ανέτρεψε τα βασικά δεδομένα των σχέσεων μας με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, μας υποχρεώνει να μελετήσουμε με προσοχή όχι μόνον την πολιτική μας αλλά και τον τρόπο εργασίας, παραγωγής και διαμόρφωσης των αποφάσεων και προώθησης των θέσεών μας.
Ως προς αυτό το τελευταίο σημείο περιορίζομαι σε τρεις επιγραμματικές επισημάνσεις.
Θα πρέπει το συντομότερο να συσταθεί στο Υπουργείο Εξωτερικών μια ειδική, ευάριθμη ομάδα με μορφή task force που θα παρακολουθεί με τρόπο ολοκληρωμένο και συνεκτικό όλες τις πτυχές -πολιτικές, οικονομικές, νομικές και επικοινωνιακές- των σχέσεών μας με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Η διαπραγματευτική μας πολιτική θα πρέπει να είναι στο πλαίσιο των υπό τον ΟΗΕ συνομιλιών, με αποδέκτη απευθείας τον επίσημο μεσολαβητή. Η πρακτική των παράλληλων διαύλων και των ημιεπίσημων ή ανεπίσημων συμβούλων, ενδιάμεσων και απεσταλμένων, δεν έχει προσφέρει κάτι άλλο από το να θολώνει τελικά, τις διαπραγματευτικές θέσεις και τα μηνύματα της χώρας.
Τέλος, οι «έτσι, χωρίς πρόγραμμα», συναντήσεις που γίνονται χωρίς προετοιμασία, κυρίως για το θεαθήναι, δεν μπορούν να παράγουν συγκεκριμένα αποτελέσματα και δεν βοηθούν τη διαπραγμάτευση. Ο κ. Γκρουέφσκι πάντα επεδίωκε τέτοιες ανούσιες, επικοινωνιακής στόχευσης συναντήσεις, ώστε να καλλιεργείται διεθνώς η ψευδής εντύπωση «business as usual». Τις επιδιώκει και θα συνεχίσει να τις επιδιώκει. Μέσα σε αυτές, και μέσα από αυτές ο κ. Γκρουέφσκι αναζητεί άλλοθι για τη συνεχιζόμενη αδιαλλαξία του. Η Ελλάδα θα πρέπει να αποφεύγει την συμμετοχή της σε αυτό το παιγνίδι εντυπώσεων.
Η Ελλάδα οφείλει να είναι παρούσα όπου υπάρχει ουσιαστική προοπτική να επιτευχθεί ο στόχος της οριστικής και σταθερής επίλυσης και όχι εκεί όπου επιδιώκονται προφάσεις για την παράταση του σημερινού αδιεξόδου που «βολεύει» την εθνικιστική αδιαλλαξία των κυβερνώντων στα Σκόπια.