Στην εξαιρετικά δυσμενή οικονομική συγκυρία που αντιμετωπίζει η Ευρώπη και βιώνει με ιδιαίτερα επώδυνο τρόπο η πατρίδα μας, ο τουρισμός και οι δυνατότητες βιώσιμης ανάπτυξής του αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα. Η συμβολή του στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση και στη διασφάλιση ενός καλύτερου μέλλοντος κοινωνικής ευημερίας είναι πολύτιμη.
Οι αριθμοί το επιβεβαιώνουν με τρόπο καταλυτικό. Σχεδόν κάθε χρόνο μόνον από τις αφίξεις των τουριστών στην Ευρώπη δημιουργούνται έσοδα της τάξεως των 266 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στον τομέα της τουριστικής βιομηχανίας απασχολούνται περίπου 9,7 εκατομμύρια εργαζόμενοι σε 1,8 εκατομμύρια επιχειρήσεις. Η συνολική συνεισφορά του τουρισμού στο ΑΕΠ της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων που συνδέονται με αυτόν, εκτιμάται ότι φτάνει στο 10%. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το γεγονός ότι ο τουρισμός αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα της ΕΕ.
Ο τουρισμός λοιπόν είναι πολύτιμο κεφάλαιο για την Ευρώπη.
Όμως τα τελευταία χρόνια, η τουριστική βιομηχανία έχει και αυτή πληγεί από τη διεθνή οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση με αποτέλεσμα να σημειωθεί ανησυχητική μείωση στην τουριστική δραστηριότητα στην Ευρώπη, η οποία το 2009 έφτασε στο 5,6%.
Δεν υπάρχει λοιπόν η πολυτέλεια ασυντόνιστων ενεργειών και άνευρων δράσεων.
Δυστυχώς, μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε στην ΕΕ σαφές νομικό πλαίσιο για την οικοδόμηση μιας Ευρωπαϊκής Πολιτικής Τουρισμού. Πραγματικά νέα ώθηση έδωσε η Συνθήκη της Λισαβόνας. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει έχουν ορθά χαρακτηριστεί ως «θεσμική επανάσταση στον τομέα του τουρισμού». Μια “επανάσταση” που άργησε να έρθει, αλλά – επιτέλους – ήρθε.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας με τη νέα Ευρωπαϊκή Πολιτική Τουρισμού θέτει έναν φιλόδοξο αλλά και απολύτως ρεαλιστικό στόχο: Να είναι και να παραμείνει η Ευρώπη ο πρώτος τουριστικός προορισμός στον κόσμο.
Για να το πετύχει αυτό έχει καθορίσει 4 βασικούς άξονες-στόχους:
· ενθάρρυνση της ανταγωνιστικότητας,
· προώθηση της ανάπτυξης βιώσιμου, υπεύθυνου και ποιοτικού τουρισμού,
· εδραίωση της εικόνας και της προβολής της Ευρώπης ως συνόλου βιώσιμων και ποιοτικών προορισμών,
· μεγιστοποίηση του δυναμικού των πολιτικών και χρηματοδοτικών μέσων της ΕΕ για την ανάπτυξη του τουρισμού.
Ο θετικός αντίκτυπος που μπορεί να υπάρξει και για την Ελλάδα είναι πιστεύω εμφανής. Εάν μεγαλώσει η τουριστική «πίτα» για την Ε.Ε. συνολικά, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να διεκδικήσει και να κερδίσει ένα μεγαλύτερο «κομμάτι».
Σε παραγωγική συνεργασία με την ΕΕ και τους βασικούς φορείς της τουριστικής βιομηχανίας, η χώρα μας οφείλει να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες και ευκαιρίες που δίνουν οι νέες ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λισαβόνας.
Μπορούμε να το επιτύχουμε διότι η Ελλάδα ως τουριστικός προορισμός μπορεί, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, να συνδυάσει την παράδοση με την καινοτομία και την βέλτιστη αξιοποίηση των τουριστικών αγαθών που προσφέρει. Είτε αυτό αφορά τον πολιτιστικό, τον συνεδριακό, τον παραθεριστικό, το ναυτιλιακό ή ακόμα και τον θρησκευτικό τουρισμό.
Υπάρχει όμως μια προϋπόθεση. Ότι θα μελετήσουμε καλά το νέο θεσμικό πλαίσιο. Θα εντοπίσουμε τις δυνατότητες που δίνει και με συνεχή παρουσία και δράση θα αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες που δημιουργεί, ενισχύοντας τη θέση της Ελλάδας μέσα σε μια τουριστικά πιο ανταγωνιστική Ευρώπη.
Με λίγα λόγια, ο στόχος είναι:
Ισχυρότερη τουριστικά Ελλάδα σε μια ισχυρότερη τουριστικά Ευρώπη.
Για να το πετύχουμε αυτό θα πρέπει να αλλάξουμε κατεύθυνση και πολιτικές όσο το δυνατόν ταχύτερα. Η εικόνα που παρουσίασε η Ελλάδα την χρονιά που μας πέρασε και η μείωση εσόδων της τάξης του 10%, θα πρέπει να μας θέσουν σε κατάσταση συναγερμού.
Σε εποχές «ισχνών αγελάδων», όπως αυτή που βρίσκεται η διεθνής οικονομία, ο ανταγωνισμός γίνεται αδυσώπητος και συχνά αθέμιτος σε κάθε τομέα οικονομικής δράσης. Κανείς δεν χαρίζεται σε κανέναν.
Δεν έχουμε ως κράτος, ως κοινωνία, ως πολίτες την πολυτέλεια να «πυροβολούμε τα πόδια μας». Έτσι χάνουμε όλοι. Ειδικά όταν αυτό αφορά στις ατμομηχανές της οικονομίας μας: τον τουρισμό και τη ναυτιλία.
Κάθε λάθος πληρώνεται πολύ ακριβά. Και δυστυχώς λάθη έγιναν πολλά. Η κυβέρνηση έχει το πρώτο και μεγάλο μερίδιο ευθύνης με ακατανόητες και άστοχες αποφάσεις και ερασιτεχνικές παλινωδίες που στοίχησαν ακριβά σε χρόνο και χρήμα.
Κανείς από την κυβέρνηση δεν έχει δώσει ακόμα απαντήσεις σε πολύ απλά αλλά εξαιρετικά σημαντικά ερωτήματα:
· Τι εξυπηρετεί η απόφαση να καταργηθεί το αυτόνομο Υπουργείο Τουρισμού, πέραν της ενίσχυσης του χαρτοφυλακίου του κ. Γερουλάνου;
· Γιατί καθυστέρησε τόσο πολύ η νομική ρύθμιση για το καμποτάζ και γιατί τελικά έμεινε λειψή;
· Τι παιγνίδια είναι αυτά με τις ανεύθυνες διαρροές που αυξομειώνουν τον ΦΠΑ; Δεν γνωρίζουν ότι η τουριστική ζήτηση είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στις τιμολογιακές μεταβολές; Όταν μάλιστα οι κύριοι ανταγωνιστές μας στην Ευρώπη, Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Μάλτα, είχαν και έχουν πολύ χαμηλότερους συντελεστές ΦΠΑ που κινούνται από 5 έως 8% ο υψηλότερος;
· Τι γίνεται με τον Ελληνικό Νηογνώμονα; 4.000 ελληνικά τουριστικά πλοία μένουν «ορφανά» χωρίς πιστοποιημένη αξιοπλοΐα.
· Τι γίνεται με το Λιμενικό Σώμα; Ακόμα και μετά την πρόσφατη «μισή» διόρθωση του ολέθριου σφάλματος της κατάργησης του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, το Λιμενικό έμεινε ξεκομμένο από τον φυσικό του χώρο. Τώρα, με νεότερη κυβερνητική απόφαση, κυριολεκτικά διαμελίζεται. Πως θα λειτουργήσουν εύρυθμα τα λιμάνια της χώρας;
· Τι θα γίνει με τις υποδομές στον θαλάσσιο τουρισμό; Σε 16.000 ακτογραμμή και χιλιάδες νησιά, η Ελλάδα διαθέτει τον αστρονομικό αριθμό των 19 μαρίνων όταν η Κροατία έχει 108.
Δεν έχουμε επιλογή. Οφείλουμε να καλύψουμε το χαμένο έδαφος με ξεκάθαρες κατευθύνσεις, συντονισμό και στοχευμένες πολιτικές. Και πάνω απ’ όλα με έγκαιρη δράση και διαρκή συνεργασία με όλους τους φορείς του ελληνικού τουρισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο το μόνο θετικό είναι ότι αναγνωρίζεται πλέον και από την κυβέρνηση η ανάγκη για την εκπόνηση και τον καθορισμό μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής για τον τουρισμό. Αρκεί να μην μείνει μια ακόμα διακήρυξη χωρίς συνέχεια.