Όταν ολοκληρωνόταν το κείμενο αυτό, ο κ. Πρωθυπουργός δεν είχε ακόμη απαντήσει στην προ εικοσαημέρου επιστολή του Τούρκου ομολόγου του. Ο κ. Eρvτoγάν στην τρισέλιδη επιστολή του -όπως πληροφορηθήκαμε από τα τουρκικά ΜΜΕ και Τούρκους αξιωματούχους- πρότεινε διμερή διάλογο εφ’ όλης της ύλης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως, βέβαια, τις αντιλαμβάνεται η Άγκυρα.
Συμπεριέλαβε, δηλαδή, θέματα μειονοτήτων, “γκρίζες ζώνες”, Κυπριακό κ.λπ. Με λίγα λόγια, στην επικοινωνιακή πρωτοβουλία του κ. Παπανδρέου να ταξιδέψει -αμέσως μετά την εκλογή του στην Τουρκία και να συναντηθεί με τον Τούρκο Πρωθυπουργό ο κ. Ερντογάν απάντησε τάχιστα με μια πραγματικά πολιτική πρωτοβουλία. Έστειλε την “μπάλα” στην ελληνική “μικρή περιοχή”.
Οι κκ. Ερντογάν και Νταβούτογλου “πέτυχαν με ένα σμπάρο τουλάχιστον τρία τρυγόνια”.
Πρώτον: Η Τουρκία, παίζοντας ευφυώς στο πεδίο της δημόσιας διπλωματίας, εμφανίστηκε εποικοδομητική και έτοιμη για διάλογο με την Ελλάδα. Οικοδόμησε έτσι εν όψει του πολύ κρίσιμου για την ευρωπαϊκή της πορεία Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου την εικόνα του διαλλακτικού, καλοπροαίρετου συνομιλητή και γείτονα.
Δεύτερον: Διεύρυνε -σύμφωνα με τις πάγιες επιδιώξεις τnς- τη θεματολογία του διμερούς διαλόγου που προτείνει.
Τρίτον: Έβαλε σε δύσκολη θέση την ελληνική πλευρά. Η Αθήνα καλείται τώρα να απορρίψει, εν όλω η εν μέρει, την τουρκική πρόταση, εμφανιζόμενη εκείνη ως επιφυλακτική και καχύποπτη έναντι της “εποικοδομητικής” Τουρκίας.
Οι κκ. Eρvτoγάν και Νταβούτογλου αξιοποιούν έτσι τη βεβιασμένη και ελλιπώς προετοιμασμένη επικοινωνιακή πρωτοβουλία του κ. Παπανδρέου, έχοντας δύο συμπληρωματικούς στόχους. Αφενός να βελτιώσουν την εικόνα και τη διαπραγματευτική θέση της Τουρκίας εν όψει του επικείμενου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αφετέρου να “στριμώξουν” την Αθήνα που δεν έχει συμφέρον να “διμεροποιήσει” και πάλι ό,τι με κόπο κατάφερε στην Ε. Ε . καθιστώντας ευρωτουρκικά τα ελληνοτουρκικά προβλήματα.
Είναι παρήγορο, λοιπόν, ότι την αρχική βιαστική ευφορία της κυβέρνησης ακλούθησε η προσεκτική περίσκεψη. Άλλωστε η Τουρκία την ίδια ώρα που πρότεινε έναρξη διμερούς διάλογου και τακτικές ελληνοτουρκικές συναντήσεις κορυφής συνέχισε με αμείωτο ρυθμό και ένταση τις υπερπτήσεις ελληνικού εδάφους από τουρκικά στρατιωτικά αερoσκάφη, τις παραβιάσεις του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, τις παραβάσεις του FIR Αθηνών και τις παρενοχλήσεις της FRONTEX.
Η Άγκυρα -δηλαδή η τουρκική πολιτική ηγεσία συνολικά και όχι μόνον το “κακό βαθύ κράτος” φρόντισε να θυμίσει οε όλους ότι, μαζί με τις “πρωτοβουλίες διαλόγου” και τα “πολιτικά ανοίγματα”, διατηρεί πάντα πάνω στο τραπέζι των συζητήσεων και το ” περίστροφο” της. Ορθώς η ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας στηv πρόσφατη συνάντηση με τον Αμερικανό βοηθό υφυπουργό Άμυνας κ. Vershbow ενημέρωσε σε βάθος για την προκλητική στρατιωτική δραστηριότητα της Τουρκίας στο Αιγαίο, δίνοντας τα σχετικά αναλυτικά στοιχεία.
Δεν μπορούμε, δυστυχώς, να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι για το αποτέλεσμα αυτής της ενημέρωσης, καθώς ανάλογες ενημερώσεις είχαν γίνει και στο παρελθόν οπό την κυβέρνηση της Ν.Δ.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι απαραίτητο n Ελλάδα να επιμείνει σε αυτό το θέμα που αφορά στην εθνική της ασφάλεια.
Να υπογραμμίζει, δηλαδή, σε κάθε ευκαιρία ότι οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, καθώς και η ομαλή ενταξιακή πορεία της Τουρκίας θα προσκρούουν σε ανυπέρβλητα εμπόδια όσο η Τουρκία, με τη μαζική, παράνομη στρατιωτική της δραστηριότητα στο Αιγαίο θα δηλητηριάζει τις σχέσεις καλής γειτονίας και την απαραίτητη για κάθε διαβούλευση ατμόσφαιρα ηρεμίας.
Άγκυρα, Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες, θα πρέπει να αντιληφθούν ότι είναι παράλογο να κάθεται η Ελλάδα στο τραπέζι των συζητήσεων και του διαλόγου και την ίδια στιγμή η άλλη πλευρά να της δημιουργεί προβλήματα εθνικής ασφάλειας παραβιάζοντας απροκάλυπτα το Διεθνές Δίκαιο, τις Διεθνείς Συνθήκες και τους διεθνείς κανόνες. Κάθε προσπάθεια πραγματικής εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα είναι θνησιγενής, όσο η Άγκυρα, μαζί με τα όποια επιχειρήματα, τα έγγραφα και τις “πρωτοβουλίες” της, θα κρατάει πάνω στο τραπέζι και το “περίστροφο” της.
Με λίγα λόγια, μόνον όταν η Τουρκία “αποστρατιωτικοποιήσει” τη συμπεριφορά της, έναντι της Ελλάδας θα υπάρξουν πραγματικές προοπτικές για ένα νέο κεφάλαιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως ειλικρινά επιθυμεί η Ελλάδα.