Ομιλία ευρωβουλευτή Ν.Δ. Γ. Κουμουτσάκου στην εκδήλωση του ΕΚΕΜΕ με θέμα «Η Ευρωπαϊκή Προοπτική της Τουρκίας»
Μιλώντας στην εκδήλωση του ΕΚΕΜΕ με θέμα «Η Ευρωπαϊκή Προοπτική της Τουρκίας», ο ευρωβουλευτής ΝΔ Γιώργος Κουμουτσάκος ανέπτυξε την πολιτική σύνθεσης που θα πρέπει να ακολουθηθεί έναντι της Τουρκίας, τονίζοντας ότι “το μίγμα μεταξύ «επιβράβευσης και κύρωσης» απαιτεί σύνεση, προσοχή αλλά και αποφασιστικότητα στην εφαρμογή. Είναι απαραίτητο για την χώρα μας και τα συμφέροντά της, να ακολουθήσουμε έναντι της Τουρκίας αυτήν τη σύνθετη πολιτική με συνέπεια. Χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς εκπτώσεις, αλλά και χωρίς εμμονές σε στερεότυπα του παρελθόντος”.
Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας:
«Η Συμφωνία Σύνδεσης της Τουρκίας με την τότε ΕΟΚ υπεγράφη το 1963 και τέθηκε σε ισχύ το 1964. Χρειάστηκαν 31 χρόνια ώστε, το 1995, η Ε.Ε. και η Τουρκία να διαμορφώσουν μια Τελωνειακή Ένωση. Όμως αυτή η Ένωση, ακόμα και σήμερα εν έτει 2010, παραμένει ατελής αφού η Τουρκία δεν εφαρμόζει το «Πρωτόκολλο της Άγκυρας» στο σύνολο των κρατών –μελών. Αναφέρομαι προφανώς στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μετά την Τελωνειακή Ένωση του 1995 απαιτήθηκαν ακόμα δέκα χρόνια ώστε το 2005 να ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία.
Που βρισκόμαστε σήμερα πέντε χρόνια μετά;
Από τα 35 Κεφάλαια της ενταξιακής διαδικασίας, οι διαβουλεύσεις έχουν ξεκινήσει για 12, εκ των οποίων έχει ολοκληρωθεί μόνον το ένα. Από τα υπόλοιπα 23 Κεφάλαια, έχει αποφασιστεί να μην ξεκινήσει καν η διαβούλευση για τα 10, ενώ ο ρυθμός προόδου των διαπραγματεύσεων για τα υπόλοιπα εξελίσσεται μάλλον αργά. Ας σημειωθεί δε ότι, με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου του 2006, κανένα άλλο Κεφάλαιο δεν θα ολοκληρωθεί, εάν προηγουμένως η Τουρκία δεν εφαρμόσει το «Πρωτόκολλο της Άγκυρας» με την Κυπριακή Δημοκρατία.
Αυτή και μόνον η παράθεση των κυριότερων σταθμών στην εξέλιξη της σχέσης Τουρκίας με την ΕΟΚ και μετέπειτα την Ε.Ε., δηλαδή με τη θεσμική έκφραση αυτού που αποκαλείται «Ευρώπη», είναι επαρκής για να καταδειχθεί η ιδιαιτερότητα και οι δυσκολίες της τουρκικής υποψηφιότητας.
Το ποιοι είναι διαχρονικά οι λόγοι και οι βαθύτερες αιτίες αυτής της ιδιόμορφης σχέσης Ε.Ε.-Τουρκίας απαιτεί μακρά συζήτηση που εκφεύγει των χρονικών ορίων της σημερινής συζήτησης. Θα ήταν εντούτοις χρήσιμο να επιχειρηθεί μια ενδεικτική και μόνον αναφορά σε ορισμένους απ’ αυτούς τους λόγους.
– Η ελλειμματική λειτουργία της δημοκρατίας στην Τουρκία. Αυτό αφορά κυρίως, αλλά όχι μόνον, στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλες τις εκφάνσεις, όπως την ελευθερία έκφρασης, τα μειονοτικά δικαιώματα και τις θρησκευτικές ελευθερίες. Σε αυτό το πλαίσιο της προβληματικής λειτουργίας της δημοκρατίας, κομβική σημασία έχει η ιδιόμορφη σχέση μεταξύ πολιτικής ηγεσίας και στρατιωτικής εξουσίας, με την τελευταία να έχει ιδιαίτερα βαρύνουσα, εάν όχι καταλυτική, επιρροή στην διακυβέρνηση της χώρας.
-Η εμφανώς διακριτή, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, φυσιογνωμία της τουρκικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της θρησκείας.
-Το μέγεθος και η δυναμική αύξησης του πληθυσμού της Τουρκίας, σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά της τουρκικής οικονομίας.
-Τα ανοιχτά, ανεπίλυτα προβλήματα σχέσεων καλής γειτονίας της Τουρκίας με δύο κράτη-μέλη της Ένωσης, την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία. Θα ήταν όμως σφάλμα να περιοριστούμε μόνο στα προβληματικά σημεία των σχέσεων Ε.Ε.-Τουρκίας. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο παράγοντες, αμοιβαίου οφέλους, που επιδρούν θετικά σε αυτήν τη σχέση.
-Η οικονομική συνεργασία που συνεχώς αναπτύσσεται και εμπλουτίζεται, καλύπτοντας ορισμένους τομείς ιδιαίτερης σημασίας, όπως εκείνος της ενέργειας.
-Η γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας στην πολλαπλώς κρίσιμη περιοχή της Μέσης Ανατολής και εν γένει στο μουσουλμανικό κόσμο και η δυνατότητα συμβολής της στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική.
Τα παραπάνω στοιχεία, αρνητικά και θετικά, διαμορφώνουν μια ιδιαίτερα σύνθετη και πολύπλοκη σχέση μεταξύ Ε.Ε.–Τουρκίας. Μια σχέση «έλξης-απώθησης». Μια σχέση «εμπιστοσύνης-καχυποψίας». Σε τελική ανάλυση, η προωθούμενη από πολλούς στην Ε.Ε. άποψη περί «ειδικής σχέσης Ε.Ε.-Τουρκίας», δεν είναι τίποτα άλλο παρά η απόπειρα να εκφραστεί πολιτικά και θεσμικά η πολύπλοκη και δύσκολη αυτή σχέση.
Επιπλέον, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε τη χρονική σύμπτωση της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας-Ε.Ε. με την προβολή της σημασίας που έχει για την ένταξη νέων μελών η περιβόητη «ικανότητα απορρόφησής» τους από την Ένωση (“absorption capacity”). Η ικανότητα απορρόφησης στην πορεία έγινε πολιτικώς πιο ορθή, αφού μετασχηματίσθηκε σε «δυνατότητα ενσωμάτωσης» (“integration capacity”).
Εδώ ανακύπτει το καίριο ερώτημα. Είναι ρεαλιστικός, και άρα εφικτός, ο στόχος της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια; Προσωπικά πιστεύω ότι, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί. Όμως -και το «όμως» αυτό είναι υπογραμμισμένο-, απαιτείται υπομονή και επιμονή, και από την Τουρκία και από την Ε.Ε.
Πρωτίστως απαιτείται η ανταπόκριση της Τουρκίας στα προαπαιτούμενα, τα κριτήρια και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει ως υποψήφιο κράτος. Επειδή ο δρόμος θα είναι μακρύς και δύσκολος, η Τουρκία θα πρέπει πολύ γρήγορα να εκπέμψει όχι μόνο με λόγια αλλά και με συγκεκριμένες πράξεις, το μήνυμα ότι έχει αντιληφθεί απολύτως ότι είναι εκείνη που εντάσσεται στην Ε.Ε., και όχι η Ε.Ε. στην Τουρκία.
Από την άλλη, την ευρωπαϊκή πλευρά, θα πρέπει να αποφεύγονται μηνύματα αποθάρρυνσης της Τουρκίας, με το να ακούγεται ότι ακόμη και εάν η Τουρκία κάνει ότι απαιτείται, δεν θα γίνει πλήρες μέλος. Είναι λάθος, στρατηγικό και τακτικό, να ζητάς από κάποιον να αλλάξει, να προσαρμοσθεί στα κριτήρια που του θέτεις, και ταυτόχρονα να του στερείς το όραμα και το κίνητρο της τελικής επιβράβευσής του, εάν αυτός επιτύχει στην προσπάθειά του.
Πιστεύω ότι η ξεκάθαρη ελληνική θέση «πλήρης προσαρμογή – πλήρης ένταξη» είναι και τίμια και ρεαλιστική. Με μια αυτονόητη προϋπόθεση. Ότι θα τηρηθούν απαρεγκλίτως και τα δύο μέρη της εξίσωσης. Ειδικότερα, όμως, πρέπει απαρεγκλίτως να τηρηθεί η πλήρης εφαρμογή των ευρωπαϊκών κριτηρίων και προαπαιτούμενων, η οποία άλλωστε προηγείται της «πλήρους ένταξης».
Συμπερασματικά, όσο λάθος είναι να λέμε στην Τουρκία ότι δεν θα γίνει πλήρες μέλος της Ε.Ε., τόσο λάθος είναι να είμαστε επιεικείς, να κάνουμε τα «στραβά μάτια», υποσκάπτοντας την ίδια την αξιοπιστία της Ε.Ε., όταν η Τουρκία δεν ανταποκρίνεται στις ευρωπαϊκές της δεσμεύσεις.
Αυτό ισχύει βέβαια και για την Ελλάδα. Εάν εμφανιζόμαστε εφεκτικοί στην επιβολή κυρώσεων για την Τουρκία όταν αυτή με εξόφθαλμο τρόπο δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της, θα αφαιρούμε «κομμάτια» νομιμοποίησης και αξιοπιστίας από την ίδια την πολιτική μας.
Πώς θα πειστεί η ελληνική κοινή γνώμη ότι η εκάστοτε πολιτική της ηγεσία εννοεί την πολιτική «πλήρης προσαρμογή-πλήρης ένταξη» όταν στην κρίσιμη στιγμή εμφανίζεται να διστάζει ή να αποφεύγει να την εφαρμόσει; Αυτό είναι και το μεγάλο ζητούμενο για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου.
Ταυτόχρονα, όμως, για να μπορούμε – όταν χρειάζεται – να είμαστε αυστηροί με την Τουρκία, οφείλουμε να είμαστε και δίκαιοι μαζί της. Να αναγνωρίζουμε, δηλαδή, τις προόδους που επιτυγχάνει και να της δίνουμε την ανάλογη υποστήριξη στα όργανα της Ε.Ε.
Αυτό που επιχείρησα να περιγράψω είναι αναμφισβήτητα μια σύνθετη πολιτική. Το μίγμα μεταξύ «επιβράβευσης και κύρωσης» απαιτεί σύνεση, προσοχή αλλά και αποφασιστικότητα στην εφαρμογή. Γνωρίζω ότι όλα αυτά πιο εύκολα λέγονται και πιο δύσκολα γίνονται. Είναι όμως απαραίτητο για την χώρα μας και τα συμφέροντά της, να ακολουθήσουμε έναντι της Τουρκίας αυτήν τη σύνθετη πολιτική με συνέπεια. Χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς εκπτώσεις, αλλά και χωρίς εμμονές σε στερεότυπα του παρελθόντος.»