Δέκα χρόνια τώρα, οι Έλληνες βλέπουν τη ζωή τους να αλλάζει κάθε μέρα. Την ποιότητά της να χειροτερεύει. Βλέπουν σχεδιασμούς μιας ζωής να ανατρέπονται. Τα παιδιά να φεύγουν χωρίς, τις περισσότερες φορές, προοπτική επιστροφής. Αλλά και η προοπτική βελτίωσης ακούγεται σαν απατηλή υπόσχεση. Και όλα αυτά τα υφίστανται έχοντας απέναντί τους ένα κράτος που αισθάνονται ότι δεν τους σέβεται. Αισθάνονται την αξιοπρέπειά τους να δοκιμάζεται ξανά και ξανά. Κι όμως, όπως όλοι αναγνωρίζουν, οι Έλληνες έχουν δείξει αξιοθαύμαστη αντοχή, υπομονή και επιμονή στα χρόνια της κρίσης.
Φαίνεται, ωστόσο, ότι οι αντοχές αυτές εξαντλούνται, δεν υπάρχουν, όταν έρχεται η στιγμή που ο τραυματισμός δεν πλήττει πια μόνον την ατομική, αλλά αυτό που εκλαμβάνεται ως εθνική αξιοπρέπεια. Τότε οι οικογενειάρχες βγαίνουν στους δρόμους. «Έ όχι και αυτό», λένε. Είναι η στιγμή που ο ρεαλισμός δεν ακούγεται, όσο δίκιο και αν έχει. Είναι η στιγμή που το συναίσθημα κατακλύζει τα πάντα. Αυτό συνέβη το μεσημέρι της 4ης Φεβρουαρίου στην καρδιά της Αθήνας. Πολίτες διαφορετικής κομματικής αναφοράς, κοινωνικής προέλευσης, οικονομικών δυνατοτήτων, παιδείας και τόπου διαμονής συνέρευσαν στο Σύνταγμα για να πουν «Είμαστε εδώ. Είμαστε όρθιοι. Ως εδώ και μη παρέκει.»
Αποδέκτες αυτής της μαζικής διαμαρτυρίας της τραυματισμένης, αλλά όχι και χαμένης, αξιοπρέπειας είμαστε όλοι ως κοινωνία. Αλλά την πρώτη ευθύνη αποκρυπτογράφησης του μηνύματος και ανταπόκρισης σε αυτό την έχουμε εμείς, οι πολιτικοί. Τα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης και του Συντάγματος χτύπησαν, πιστεύω, το τελευταίο καμπανάκι της λαϊκής αντοχής. Όταν η οικονομική ανέχεια και οι καθημερινές δυσκολίες συναντούν την πληγωμένη εθνική περηφάνια, το μείγμα μπορεί να γίνει εκρηκτικό.
Το ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής χώρας, από τότε που πρωτοεμφανίστηκε, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ήταν πάντα ιδιαίτερα φορτισμένο. Όποιος αγνόησε αυτήν την πραγματικότητα, έκανε μεγάλο λάθος.
Η Κυβέρνηση δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να διδαχθεί από την ιστορική εμπειρία. Αντί να δημιουργήσει προϋποθέσεις οικοδόμησης μιας ουσιαστικής, ευρείας συνεννόησης, γύρω από την νέα προσπάθεια επίλυσης του ζητήματος, κινήθηκε με αλαζονεία και μικροπολιτική πονηριά.
Θέλησε να εργαλειοποιήσει ένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής για να πλήξει τον βασικό της πολιτικό αντίπαλο. Την κεντροδεξιά παράταξη. Άφησε επί μήνες να σέρνεται η θορυβώδης οπορτουνιστική διαφοροποίηση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, για να δημιουργήσει πρόβλημα στη Νέα Δημοκρατία. Κράτησε σε σκοτάδι ενημέρωσης όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
Λοιδόρησε και κατασυκοφάντησε την παραδοσιακή έκφραση της εθνικής ευαισθησίας, ταυτίζοντας την Εκκλησία και τους πολίτες που συμμετείχαν στα συλλαλητήρια με τη φιλοναζιστική Χρυσή Αυγή.
Εξέθρεψε, με λίγα λόγια, την πόλωση και το διχασμό γύρο από ένα εθνικό θέμα.
Τώρα, που τα γεγονότα την ξεπέρασαν, κάνει ένα ακόμα λάθος. Προσπαθεί να μειώσει την αξία και τη σημασία τους.
Να τα φέρει στα δικά της μέτρα.
Όμως η μέχρι τώρα βουβή οικονομική και κοινωνική αγανάκτηση βρήκε πανίσχυρο ηχείο στη έκφραση της πατριωτικής ευαισθησίας.
Και τώρα το παλλαϊκό: «Ως εδώ πια» θα είναι πλέον ο πανίσχυρος αντίπαλός της.
Αμεση ανάλυση στο kathimerini.gr