To ζήτημα της ονομασίας αγγίζει την ελληνική ψυχή. Το απέδειξε το μεγάλο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Είναι ένα θέμα που συνεχίζει να είναι συναισθηματικά έντονα φορτισμένο. Γι αυτό χωρούν πολλές ερμηνείες. Ένα όμως είναι σίγουρο. Η αυθόρμητη επιθυμία καρδιάς όλων μας είναι να μην υπάρχει η λέξη Μακεδονία στο όνομα του γειτονικού κράτους.
Είναι μια εθνική επιθυμία που καμία ηγεσία δεν μπορεί να υποβαθμίσει την ώρα που διαπραγματεύεται αυτό το ζήτημα.
Από την προσωπική εμπειρία ως διπλωμάτης, κι έχοντας ζήσει ως εκπρόσωπος Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών από μέσα τις διαπραγματεύσεις του 2008, γνωρίζω πολύ καλά ότι η διπλωματία είναι ένα σκληρό πεδίο που κυριαρχούν η λογική, ο ρεαλισμός και, δυστυχώς, συχνά ο κυνισμός των συμφερόντων και της ωμής ισχύος. Αυτή η πραγματικότητα άλλωστε επέβαλε στη γειτονική μας χώρα την προσωρινή ονομασία Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Η ευθύνη, ωστόσο, των ικανών πολιτικών ηγεσιών είναι να αξιοποιούν τη δύναμη της ψυχής, την βούληση των πολιτών, στο πεδίο της λογικής. Δηλαδή να μετατρέπουν το συναίσθημα σε λογική και ρεαλισμό για να πετύχουν αποτελέσματα υπέρ των εθνικών συμφερόντων. Όχι στιγμιαία. αλλά μακροπρόθεσμα.
Αυτό καλείται να κάνει σήμερα η κυβέρνηση.
Να αξιοποιήσει, την τωρινή – πολύ ευνοϊκότερη διαπραγματευτική πολιτική και διαπραγματευτική συγκυρία σε σχέση με το δυσχερές περιβάλλον στο οποίο διαπραγματεύτηκε η κυβέρνηση Καραμανλή το 2008, για να φέρει σήμερα ένα αντίστοιχα καλύτερο αποτέλεσμα.
Να πετύχει μια λύση που θα υπηρετεί το εθνικό συμφέρον, λαμβάνοντας υπόψιν τις αγωνίες των πολιτών. Να δώσει τη μάχη συνδυάζοντας την ψυχή και με τη λογική.
Αυτό, δυστυχώς, η κυβέρνηση έχει επιλέξει να μην το πράξει.
Επέλεξε να λοιδορήσει τους συγκεντρωμένους της Θεσσαλονίκης, ταυτίζοντας την έκφραση της αγωνίας τους με την άκρα Δεξιά και τη Χρυσή Αυγή. Επέλεξε να αποστασιοποιηθεί, να απομακρυνθεί, να απαξιώσει και να αφήσει πίσω τους πολίτες. Ίσως επειδή στον πυρήνα της η κυβέρνηση δεν πιστεύει στη σημασία του ζητήματος. Εξάλλου πολλά στελέχη της, την ώρα που η ΝΔ έδινε τη μάχη του Βουκουρεστίου, εκείνα υπέγραφαν υπέρ της αναγνώρισης με το λεγόμενο συνταγματικό όνομα, δηλαδή «Μακεδονία» σκέτο, χωρίς οποιονδήποτε προσδιορισμό. Ήταν μια απαράδεκτη, υπονομευτική στάση της τότε εθνικής προσπάθειας.
Οι ηγεσίες οφείλουν να ηγούνται, χωρίς να αδιαφορούν για το τι συμβαίνει πίσω τους. Να μην πορεύονται μόνες, ερήμην των πολιτών, ακόμα και σε ένα σύνθετο και δύσκολο στην απόλυτη κατανόηση του ζήτημα εξωτερικής πολιτικής, όπως είναι το Σκοπιανό.
Όμως η κυβέρνηση έχει επιλέξει συνολικά τον μοναχικό της δρόμο.
Επέλεξε επίμονα να μην ενημερώσει σε κανένα στάδιο και σε κανένα επίπεδο τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Επιδίδεται με αλαζονεία σε μια παρωχημένη μυστική διπλωματία που αδιαφορεί πλήρως για κάθε δυνατότητα εθνικής συνεννόησης ή σύγκλισης.
Προκάλεσαν το κοινό αίσθημα οι δηλώσεις του Υπουργού των Εξωτερικών ο οποίος παραδέχθηκε δημοσίως ότι έχει ενημερώσει τους ξένους ηγέτες για την πορεία των διαπραγματεύσεων, αλλά δεν έχει ενημερώσει τα ελληνικά κόμματα. Ούτε καν επισήμως τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Πρόκειται για μεγάλο πολιτικό και θεσμικό ατόπημα.
Οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας, που εννοούσαν και πίστευαν στην ανάγκη συγκλίσεων, είχαν ακολουθήσει έναν τελείως διαφορετικό δρόμο. Τον δρόμο της εθνικής και θεσμικής υπευθυνότητας. Τηρούσαν, τότε, ενήμερες διαρκώς τις πολιτικές δυνάμεις. Οικοδομούσαν έτσι ένα αρραγές μέτωπο απέναντι στην αδιαλλαξία των Σκοπίων. Αυτό ήταν προς το εθνικό συμφέρον.
Η κυβέρνηση πρέπει να αναγνωρίσει ότι η επιλογή της είναι λανθασμένη. Είναι αντιπαραγωγική. Έχει αποκλειστικά την ευθύνη για το ότι για ένα τέτοιο εθνικό θέμα δεν διαμόρφωσε κανένα πεδίο σοβαρής ενημέρωσης ή συνεννόησης.
Πορεύεται αποκομμένη και από τους πολίτες και από τις πολιτικές δυνάμεις.
Η Νέα Δημοκρατία στέκεται με μια θέση ευθύνης απέναντι στην ανευθυνότητα της κυβέρνησης.
Υποστηρίζει μια λύση πακέτο, με απόλυτα συνδεδεμένα και αδιάσπαστα στοιχεία:
1 να συμφωνηθεί μια ονομασία που θα διακρίνει με απόλυτη σαφήνεια τη γειτονική χώρα από τη Μακεδονία μας.
2 να εφαρμοστεί η erga omnes νέα ονομασία (εντός και εκτός, διμερώς και πολυμερώς) και κυρίως
3 να εκλείψει κάθε έκφραση αλυτρωτισμού. Να πέσουν, δηλαδή, τα αγάλματα, να αλλάξει το όνομα του αεροδρομίου, να αλλάξουν τα βιβλία, να αποσυρθούν ο
ι απαράδεκτοι χάρτες της «Mεγάλης Μακεδονίας» και αυτό να επισφραγιστεί με την ανάλογη αλλαγή του Συντάγματός τους.
Ελάχιστη βάση εκκίνησης είναι η εθνική θέση που διαμορφώθηκε στην περίοδο 2007-8, όπου τέθηκε ως σαφής προϋπόθεση ο σεβασμός της ιστορίας μας, των σχέσεων καλής γειτονίας προκειμένου να επιτραπεί η ανεμπόδιστη ανάπτυξη των διμερών σχέσεων, η περιφερειακή συνεργασία και να διασφαλιστεί έτσι η ευρωπαϊκή και ευρωατλαντική προοπτική ένταξης των γειτόνων μας.
Η συνειδητή πολιτική επιλογή της κυβέρνησης να πορευτεί μόνη της στον δρόμο της διαπραγμάτευσης την επιφορτίζει με την αποκλειστική ευθύνη και το μεγάλο βάρος αυτού του εθνικού ζητήματος, το οποίο πρέπει να σταματήσει να αντιμετωπίζει με μικροκομματικούς όρους. Τα αποτελέσματα αυτής της λαθεμένης πορείας θα τα βρει μπροστά της, όχι μόνο η ίδια, αλλά, δυστυχώς και η χώρα.
Άρθρο στην εφημερίδα Νέα Σελίδα