Πρόλογος στο βιβλίο με τίτλο “Πέρα από τις αντοχές της σκέψης μας” του Νίκου Α. Κούκη, Εκδόσεις Ι.Σιδέρης.
Τι έφταιξε;
Πώς φθάσαμε ώς εδώ;
Πού ακριβώς βρισκόμαστε;
Και, κυρίως, πώς επιτέλους θα βγούμε από την παρατεταμένη κρίση, προτού αυτή εγκατασταθεί για τα καλά στην πατρίδα μας ως εθνική παρακμή;
Μόνον όταν και εάν μπορέσουμε να απαντήσουμε, ατομικά και ως κοινωνία, στα ερωτήματα αυτά, θα μπορέσουμε και να αποκολληθούμε από την βαλτώδη κινούμενη άμμο στην οποία σήμερα βρισκόμαστε.
Για να το επιτύχουμε όμως αυτό, υπάρχει μια θεμελιώδης προϋπόθεση.
Να μην απαντήσουμε επιδερμικά. Να μην απαντήσουμε επιπόλαια και «κατά πώς μας βολεύει». Να μην δώσουμε σε σοβαρά ερωτήματα, ανεύθυνες και κοντόφθαλμες απαντήσεις. Κάτι τέτοιο, απλώς, θα διαιώνιζε τα παρόντα αδιέξοδα.
Οφείλουμε να απαντήσουμε στα θεμελιώδη αυτά ερωτήματα με τόλμη παρρησίας. Με αδέκαστη αυτοκριτική, αλλά και με πίστη στο εθνικό μας σθένος. Με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και τις δυνατότητές μας, εμπνεόμενοι από την προοπτική μίας, εφικτής, εθνικής ανάτασης.
Όλα αυτά τα πέτρινα χρόνια της κρίσης, σταθερά πιστεύω ότι οι κατευθυντήριες απαντήσεις, που χρειαζόμαστε για να οδηγηθούμε έξω από αυτήν, δεν βρίσκονται στη διαρκή επίκληση και παράθεση δυσνόητων αριθμών και στον αέναο καθορισμό ψυχρών οικονομικών στόχων, που κατά κανόνα, δεν επιτυγχάνονταν. Αλλά ότι, πρωτίστως, βρίσκονται στην επιδιόρθωση και επαναλειτουργία της αξιακής πυξίδας του έθνους, που δυστυχώς εδώ και καιρό είναι απομαγνητισμένη.
Η πατρίδα πρέπει να ξαναβρεί την ικμάδα της. Και αυτό δεν είναι μόνο θέμα οικονομικών μεγεθών είναι, πρώτα απ’ όλα, θέμα αυτογνωσίας και κατευθυντηρίου οράματος. Για την πορεία των εθνών δεν απαιτείται μόνον πρόγραμμα· απαιτείται και όραμα.
Η απάντηση στα σημερινά αδιέξοδα έχει ως προϋπόθεση την επανασυγκόλληση και ανασυγκρότηση του αξιακού μας συστήματος. Ενός «εθνικού χάρτη αρχών και αξιών» που αποσυντέθηκε, σχεδόν θρυμματίστηκε, από τη φθορά που προκάλεσε η παρατεταμένη περίοδος ενός ‒σχεδόν άκοπου‒ ευδαιμονισμού χωρίς μέτρο.
Ήταν η εποχή του νοσηρού κρατισμού, του εύκολου και αδιαφανούς πλουτισμού και του «δώσ’ τα όλα».
Τότε που η αυτάρεσκη ατομικότητα αγνόησε και, τελικά, υποκατέστησε κάθε έννοια εθνικής και κοινωνικής συλλογικότητας και ευθύνης.
Τότε που πορευόμασταν όχι ως συνειδητοί πολίτες δημιουργίας, αλλά, κυρίως, ως ανέμελοι καταναλωτές ματαιοδοξίας.
Τότε που πορευόμασταν λιγότερο με αρχές και περισσότερο με επιθυμίες. Χωρίς τη βαρύτητα της διαρκούς φροντίδας, αλλά με την επιπολαιότητα της φευγαλέας εντύπωσης.
Αυτή η διάβρωση στο σύστημα αρχών και αξιών της ελληνικής κοινωνίας, που συντελέστηκε τόσο στα αστικά κέντρα του ξέφρενου δανεισμού, όσο και στην επαρχιακή περιφέρεια των εξασφαλισμένων επιδοτήσεων, είναι, πιστεύω, η βασική αιτία, η κύρια πηγή της παρούσας παρακμιακής κατάστασής μας.
Η επανασυγκόλληση ενός στέρεου συστήματος θεμελιωδών αρχών και αξιών αναδεικνύεται έτσι η «ως εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση» για το πέρασμά μας από την ομίχλη της σημερινής στασιμότητας στην διαύγεια μιας νέας πορείας.
Η χάραξη, και κατόπιν η προβολή προς την κοινωνία, ενός ξεκάθαρου ιδεολογικού χάρτη αρχών και αξιών που θα εμπνεύσει, θα καθοδηγήσει και θα παρακινήσει τους Έλληνες στη δημιουργία ενός φωτεινότερου παρόντος και ενός λαμπρού μέλλοντος, είναι επείγουσα, είναι ζωτική ανάγκη. Είναι πιεστικό καθήκον.
Βάσεις και πυλώνες ενός τέτοιου «αξιακού όλου» είναι έννοιες διαχρονικές. Όπως η ευθύνη, η φιλοπατρία, ο σεβασμός στους θεσμούς, η αξιοκρατία και η αριστεία, η παιδεία και, βέβαια, η δημοκρατία. Είναι όλες έννοιες, αρχές και αξίες που οφείλουμε να ανακαλύψουμε ξανά. Γιατί είναι όλες απολύτως απαραίτητες για τη διαμόρφωση ενός ουσιαστικού δημοκρατικού βίου και για την αποτελεσματική λειτουργία μιας ενάρετης δημοκρατικής Πολιτείας, που θα είναι στήριγμα όλων των πολιτών της.
Από την άλλη, εχθροί, φράγματα και εμπόδια στην ανοικοδόμηση ενός τέτοιου αξιακού συστήματος είναι ο λαϊκισμός, ο εξισωτισμός, ο θυμός, ο διχασμός, η ελάχιστη προσπάθεια, η βία.
Το πνευματικό και συγγραφικό πόνημα, που καταθέτει στον δημόσιο διάλογο ο κ. Νίκος Κούκης, πραγματεύεται με ειλικρίνεια και διεισδυτικότητα τα μείζονα αυτά θέματα. Σε αυτό το πολύ σημαντικό εγχειρίδιο δημοκρατικής παιδείας που μας προσφέρει, ο συγγραφέας μιλά τόσο για τα υποστηρικτικά θεμέλια, όσο και για τους υπονομευτικούς εχθρούς, ενός σχεδίου εθνικής πορείας θεμελιωδών αρχών και αξιών
που έχουμε ανάγκη ως εφόδιο για το πέρασμα σε μια καλύτερη εποχή.
Στον περιορισμένο χώρο του προλόγου, από όλα αυτά που αναφέρει, αναλύει και υποστηρίζει ο συγγραφέας, θα επιμείνω σε ένα «δίπολο» που το θεωρώ βασική προϋπόθεση εθνικής νίκης ή εθνικής ήττας. Στην ενότητα του έθνους από την μια πλευρά και στον διχασμό του, από την άλλη.
Σχετικά, ο συγγραφέας, αναφερόμενος στους λαϊκιστές, υποστηρίζει:
«Κι όταν ο λαός τούς παραδώσει την εξουσία, τότε αποδεικνύονται γυμνοί. Οι ευθύνες που αναλαμβάνουν φανερώνουν το ελάχιστο πολιτικό τους μέγεθος, την ανικανότητα κα τη φαυλότητα. Γι’ αυτό, το έσχατό τους καταφύγιο είναι η προπαγάνδα, η ανακάλυψη εχθρών και αντιπάλων, ο διχασμός που συσπειρώνει, γιατί η ανικανότητά τους τούς απογυμνώνει.»
Αυτήν ακριβώς τη νοσηρή κατάσταση τεχνητού διχασμού βιώνει ο τόπος κάτω από την παρούσα διακυβέρνηση. Μια διακυβέρνηση που προέκυψε από την συμβιωτική σχέση μιας ιδεοληπτικής λαϊκιστικής Αριστεράς και μιας οπορτουνιστικής υπέρ-Δεξιάς.
Συγκολλητική τους ουσία η, μέχρις «μυελού οστέων», απόλαυση και νομή της εξουσίας.
Απάντηση στην διαλυτική πόλωση και τον καταστροφικό διχασμό, που με τόση αφοσίωση διακονεί η σημερινή εξουσία, οφείλουμε να δώσουμε εμείς ‒όλοι εμείς‒ που πιστεύουμε στην ανάγκη της εθνικής ενότητας, ειδικά σε ώρες μεγάλης κρίσης όπως αυτές που περνάμε.
Εμείς ‒και είμαστε οι περισσότεροι‒ που πιστεύουμε ότι η ενότητα είναι θεμελιώδης παράγοντας εθνικής ισχύος, οφείλουμε να πορευθούμε και να πολιτευθούμε με αυτήν ως γνώμονα και πυξίδα της δράσης μας.
Διαχωρίζω βέβαια τη στρατηγική επιλογή υπέρ της εθνικής ενότητας και κατά του διχασμού, από τις ευκαιριακές επικλήσεις για «συναίνεση», που αναζητούν οι κυβερνώντες μόνον όταν τα αδιέξοδα, που οι ίδιοι δημιούργησαν, τους πνίγουν. Αυτό συμβαίνει σήμερα. Δεν μπορούμε να συναινέσουμε. Και αυτό γιατί στην ήδη συντελούμενη σημερινή πορεία βύθισης, η συναίνεση θα είναι συνενοχή.
Άλλωστε, η παρούσα εξουσία είναι εκείνη που, τόσο ως αντιπολίτευση όσο και ως κυβέρνηση, υποδαύλισε την ακραία πόλωση και εξέθρεψε τον διχασμό σε κάθε ευκαιρία και με κάθε αφορμή.
Όταν η παρούσα διχαστική εξουσία θα έχει καταστεί παρελθόν, θα έχουμε τη μεγάλη ευκαιρία να οικοδομήσουμε και να σφυρηλατήσουμε την εθνική ενότητα που τόσο έχει ανάγκη η χώρα, αναλογιζόμενοι αυτά που υπογραμμίζει ο συγγραφέας όταν πραγματεύεται την «αλαζονεία και την πτώση». Αναφέρει ο Νίκος Κούκης:
«Ο πολιτικός μας βίος πλήττεται ‒και μάλιστα διαχρονικά‒ από την ασύμπτωτη πολιτική αντιπαράθεση, που επικεντρώνεται στην απόλυτη σύγκρουση. Η εξ αυτού του λόγου αδυναμία των κομματικών οργανισμών να συνεννοηθούν γεννά τερατογενέσεις συγκρούσεων και διχασμών, καταδικάζοντας τη χώρα και το λαό της σε φοβερή ανεπίτρεπτη σπατάλη δυνάμεων, όταν απαιτείται περίσκεψη, αναστοχασμός και προσεκτική αντιμετώπιση κρίσιμων προκλήσεων. Μάλιστα, ιστορικά, η πατρίδα μας μοιάζει ανήμπορη να ανταποκριθεί σε εγχώριες ή διεθνείς κρίσεις που διαμορφώνουν νέες συνθήκες».
Για να μπορέσουμε να οικοδομήσουμε την αναγκαία ενότητα του έθνους, οι δημοκρατικές και φιλοευρωπαϊκές πολιτικές και πνευματικές δυνάμεις της χώρας οφείλουμε να προετοιμαζόμαστε και να εργαζόμαστε από τώρα.
Απευθυνόμενοι, με αποφασιστικότητα και μετριοπάθεια, προς όλους τους Έλληνες. Ανεξάρτητα από ποιες είναι ή ποιες ήταν παλαιότερα οι κομματικές τους επιλογές.
Θα τους πείσουμε όταν παρουσιάσουμε, χωρίς υπερβολές και με γνώμονα την αλήθεια, συγκεκριμένες προτάσεις και λύσεις στα προβλήματά τους. Και, κυρίως, όταν θα μπορέσουμε να τους εμπνεύσουμε με ένα «χάρτη εθνικής πορείας», με ξεκάθαρες αρχές και αξίες που δεν θα είναι «πέρα από τις αντοχές της σκέψης μας».
Αθήνα, Απρίλιος 2017
Γιώργος Σ. Κουμουτσάκος
Βουλευτής, Επικεφαλής Τομέα Εξωτερικών της Νέας Δημοκρατίας