Γιατί «ΝΑΙ» στην ελληνο- αμερικανική Αμυντική Συμφωνία
Άρθρο του κ. Γιώργου Κουμουτσάκου
Την τελευταία πενταετία έχει συντελεστεί μια μείζων αλλαγή στο μεταπολιτευτικό πολιτικό σκηνικό της χώρας σ’ ένα ζήτημα – δηλ. στις σχέσεις μας με τις ΗΠΑ – που για δεκαετίες ήταν στον πυρήνα σφοδρών πολιτικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων .
Όμως σήμερα οι ελληνο- αμερικανικές σχέσεις και ειδικότερα η στενή στρατηγική αμυντική συνεργασία Αθήνας- Ουάσινγκτον, έχουν πλέον την αποδοχή και στήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων της χώρας από τη δεξιά έως και την αριστερά. Ειδικότερα από το 2018 οι ελληνο-αμερικανικές σχέσεις διανύουν την καλύτερη εδώ και δεκαετίες εποχή τους.
Απόδειξη είναι η θεσμοθέτηση του Στρατηγικού Διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών. Έως σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί με επιτυχία τρεις γύροι αυτού του διαλόγου, ο οποίος καλύπτει ευρύ φάσμα θεμάτων. Από το εμπόριο και τις επενδύσεις έως την ενέργεια, το περιβάλλον, την εκπαίδευση και την εσωτερική ασφάλεια. Στην καρδιά του όμως βρίσκεται η αμυντική συνεργασία των δύο συμμάχων χωρών στο ΝΑΤΟ, όπως αυτή αποτυπώθηκε το 1990 στη Συμφωνία της Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (ΜDCA).
Έκτοτε πολλά άλλαξαν. Ειδικά τα τελευταία χρόνια το διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον ασφάλειας έχει κυριολεκτικά μεταλλαχθεί. Ο παρατεινόμενος πόλεμος στην Ουκρανία ήλθε να το μεταβάλλει ακόμα περισσότερο. Είναι ήδη στα σκαριά ένας ευρύτατος αναδασμός ισχύος, επιρροής και συμφερόντων στρατιωτικών, πολιτικών, ενεργειακών και οικονομικών.
Σήμερα στη Βουλή των Ελλήνων θα συζητηθεί και θα κυρωθεί η δεύτερη συμφωνία αναθεώρησης του αρχικού εκείνου κειμένου του 1990. Κατ’ ουσίαν ρυθμίζει δύο νέα ζητήματα:
Α. Στις ήδη προβλεπόμενες από την αρχική MDCA εγκαταστάσεις, προστίθενται τα στρατόπεδα « Γιαννούλη» στην Αλεξανδρούπολη και «Γεωργούλα» στο Βόλο, το Πεδίο Βολής Λιτοχώρου και ο Ναύσταθμος της Σούδας.
Β. Η συμφωνία θα παραμείνει σε ισχύ για πέντε χρόνια με προοπτική να συνεχίσει να ισχύει και μετά την πενταετία, εκτός εάν καταγγελθεί από οποιοδήποτε από τα δύο μέρη με γραπτή ειδοποίηση δύο χρόνια πριν την καταγγελία της.
Ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία έχουν οι πολιτικές παραδοχές και δεσμεύσεις που υπάρχουν αφενός στο προοίμιο της Συμφωνίας, αφετέρου στην επιστολή του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Blinken προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη. Εκεί υπογραμμίζεται ο ιδιαίτερα σημαντικός ρόλος της Ελλάδας στην περιοχή, καθώς και η σημασία των στενών ελληνο-αμερικανικών σχέσεων. Σχέσεων που βασίζονται στην κοινότητα συμφερόντων και στη σταθερή απόφαση των δύο μερών «να περιφρουρούν και να προστατεύουν αμοιβαίως την ασφάλεια, την κυριαρχία, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα των αντίστοιχων χωρών τους κατά ενεργειών οι οποίες απειλούν την ειρήνη, περιλαμβανομένης της ένοπλης επίθεσης ή της απειλής επίθεσης».
Είναι προφανές ότι η συμφωνία αυτή είναι υπέρ των ελληνικών συμφερόντων:
- Είναι εγγύηση ασφάλειας, ειδικά για την Βόρειο Ελλάδα καθώς λειτουργεί αποτρεπτικά και ανασχετικά σε κάθε πολιτική αναθεωρητισμού.
- Συμβάλει στον εκσυγχρονισμό, στον επαγγελματισμό και στην αποτελεσματικότητα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
- Ενισχύει τη γεωπολιτική βαρύτητα και τον σταθεροποιητικό ρόλο της Ελλάδας στο κρίσιμο σταυροδρόμι Βαλκάνια, Μαύρη Θάλασσα, Αιγαίο, Ανατολική Μεσόγειος.
- Βαθαίνει το ελληνικό γεωστρατηγικό αποτύπωμα μέσα στο ΝΑΤΟ, κάτι που συνιστά ουσιαστικό βήμα προς την εξισορρόπηση της εκεί τουρκικής παρουσίας.
- Ενισχύει το ειδικό βάρος της χώρας και στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, και πολιτικής άμυνας και ασφάλειας.
- Δεσμεύει με χρονική προοπτική την αμερικανική παρουσία στη χώρα μας.
Εκείνοι που αντιδρούν σήμερα, είναι παραδόξως οι ίδιοι που με ενθουσιασμό νεοφώτιστου που ανακάλυψε την Αμερική, προχώρησαν σε στενές – στενότατες -σχέσεις με τις ΗΠΑ κατά την εποχή της διοίκησης Τραμπ.
Αντιδρά επίσης η Άγκυρα που για τους δικούς της λόγους βλέπει σε αυτήν τη Συμφωνία αναβάθμιση της Ελλάδας, αντιστάθμισμα της δικής της επιρροής και ανάσχεση της αναθεωρητικής της πολιτικής. Η «νέα» Αλεξανδρούπολη, ως παρακαμπτήρια οδός των στενών είναι μία γεωπολιτική εξέλιξη που δύσκολα «καταπίνεται».
Για όλους αυτούς τους λόγους η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας Ελλάδας- ΗΠΑ είναι επωφελής για την Ελλάδα και η Βουλή θα την κυρώσει με μεγάλη πλειοψηφία.
*Ο κ. Γιώργος Κουμουτσάκος είναι πρ. Υπουργός,
Βουλευτής του Β1 Βόρειου Τομέα Αθηνών
και εισηγητής της MDCA στη Βουλή