Εμείς πρόσκληση. Εκείνοι πρόκληση.
Κατά τον προηγούμενο, 61ο κύκλο των διερευνητικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας στην Κωνσταντινούπολη, τα δύο μέρη συμφώνησαν να υπάρξει και επόμενη συνάντηση, αυτήν τη φορά στην Αθήνα. Η Ελληνική κυβέρνηση τήρησε τα συμφωνηθέντα. Απηύθυνε στην Άγκυρα τη σχετική πρόσκληση για πραγματοποίηση του 62ου κύκλου των συνομιλιών στις αρχές Μαρτίου. Σε χρόνο δηλαδή που θα διευκόλυνε την τουρκική πλευρά να δείξει μια πιο παραγωγική, πιο εποικοδομητική στάση εν ‘όψει του επικείμενου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που, όπως έχει προγραμματιστεί, θα αποφασίσει την μορφή και την πορεία των ευρω-τουρκικών σχέσεων την επόμενη χρονική περίοδο. Θα περίμενε λοιπόν κανείς, κυρίως δε εκείνοι που «κατά συρροήν» επιμένουν να εξωραΐζουν την τουρκική πολιτική και συμπεριφορά απέναντι στη χώρα μας, ότι η Άγκυρα δεν θα έχανε μια τέτοια ευκαιρία. Ότι θα ανταποκρινόταν χωρίς τερτίπια και καθυστερήσεις στην ελληνική πρόσκληση συνέχειας του διαλόγου. Αυτό θα υπαγορεύαν η λογική, ο δυτικός ορθολογισμός, η αναγνώριση της ελληνικής καλής θέλησης και εποικοδομητικής στάσης. Φαίνεται όμως ότι δεν το υπαγορεύει όμως και η τουρκική λογική. Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, μεσημέρι Κυριακής της 28ης Φεβρουαρίου, τουρκική θετική απάντηση δεν έχει δοθεί.
Αντίθετα, η Άγκυρα με μακρά σειρά δηλώσεων, ενεργειών και κινήσεων επιβαρύνει περαιτέρω την ήδη βαριά ατμόσφαιρα των σχέσεών της με την Αθήνα. Η παράτυπη ΝΑΥΤΕΧ και ο πλους του ωκεανογραφικού σκάφους «Τσεσμέ» του τουρκικού πολεμικού ναυτικού στα διεθνή ύδατα του Κεντρικού Αιγαίου, η μεγάλης κλίμακας διακλαδική άσκηση με το έμφορτο αναθεωρητισμού όνομα «Γαλάζια Πατρίδα», οι δηλώσεις περί «θάλασσας των νησιών», αντί του ελληνικού «Αιγαίου», οι σχεδόν καθημερινές προσβλητικές δηλώσεις του Υπουργού Άμυνας, Ακάρ και βέβαια οι συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου συνιστούν αδιαμφισβήτητη πρόκληση. Μία στάση καταφανώς αρνητική και υπονομευτική του διαλόγου.
Η Ελλάδα δεν ακολουθεί. Έχει επιλέξει να μην πέσει στην παγίδα της υπαναχώρησης από τη διαδικασία του διαλόγου. Κρατά για την ίδια τη δυνατότητα να αποφασίσει το «πότε», «πώς» και «μαζί με ποιους» θα αντιδράσει. Η ψυχραιμία άλλωστε είναι ένδειξη αυτοπεποίθησης και ισχύος. Ως τέτοια πρέπει να εκληφθεί και από την απέναντι πλευρά του Αιγαίου και όχι ως ανοχή.
Πρέπει να είναι σαφές στην Άγκυρα ότι η ψυχραιμία ούτε ατελεύτητη είναι, ούτε συνώνυμο της ανοχής. Ας μην ξεχνούν στην Άγκυρα μια εξόχως ενδιαφέρουσα και χρήσιμη ρήση:
“Ο καλός διπλωμάτης, ο καλός ηγέτης, δεν χάνει ποτέ την ψυχραιμία του. Εκτός εάν ψύχραιμα αποφασίσει ότι ήρθε η ώρα που οφείλει να τη χάσει.»
Η Ελλάδα λοιπόν, εάν χρειαστεί, εάν και όταν κρίνει ότι αυτό επιβάλλει το εθνικό της συμφέρον, είναι έτοιμη να αποφασίσει να «χάσει την ψυχραιμία της». Να αντιδράσει αποφασιστικά, διπλωματικά και επιχειρησιακά στην πρόκληση. Να κάνει και πάλι εκείνο που έκανε πριν ένα χρόνο στον Έβρο και τους προηγούμενους μήνες στο Αιγαίο. Με ψυχραιμία πάντα. Αλλά χωρίς ανοχή. Ας το γνωρίζουν και στην Ευρώπη αυτό.
ΥΓ. Ελπίζω ότι τις επόμενες ημέρες θα υπάρξει απάντηση από την Άγκυρα. Σε κάθε περίπτωση όμως η «σχολή» των υπεραισιόδοξων και των ψευδαισθήσεων ας συγκρατείται. Τουλάχιστον δημόσια.