Ιστορική και δικαίως, χαρακτηρίζεται η διεθνής συμφωνία για τη μεταρρύθμιση της φορολόγησης των πολυεθνικών εταιρειών, η οποία προβλέπει την επιβολή φόρου τουλάχιστον 15% επί των κερδών των μεγαλύτερων εταιρειών του κόσμου.
Η Ελλάδα συμμετέχει στη λίστα των πρώτων 132 χωρών που υπέγραψαν τη συμφωνία πακέτο και η οποία τελεί υπό τον συντονισμό τους ΟΟΣΑ, οι οποίες εκπροσωπούν περίπου το 90% του παγκοσμίου ΑΕΠ.
Πολλοί αναλυτές χαρακτηρίζουν τη συμφωνία και ως τον πρώτο κανόνα της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης για τον 21ο αιώνα.
Η συμφωνία περιλαμβάνει δύο πυλώνες:
– Πρόβλεψη για κατανομή των δικαιωμάτων ανά χώρα επί των κερδών που πραγματοποιούνται εκεί που πουλούν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους, αντί για τις χώρες που έχουν την έδρα τους ή τις χώρες στις οποίες εισπράττουν τα πνευματικά τους δικαιώματα.
– Επιβολή πλαφόν κατώτερου φορολογικού συντελεστή επιχειρήσεων τουλάχιστον 15%.
Η συμφωνία ήδη έχει αρχίσει να προχωράει με γοργά βήματα, αφού επικυρώθηκε από την οικονομική ηγεσία των χωρών του G20 στην πρόσφατη συνάντησή τους.
Είναι μία συζήτηση που κρατάει τα τελευταία τουλάχιστον 10 χρόνια. Ίσως έπρεπε να έρθει η υγειονομική πανδημία και τα τεράστια οικονομικά προβλήματα που αυτή προκάλεσε σε ολόκληρο τον κόσμο για να πάρει αυτή η συζήτηση έναν πραγματικό βηματισμό: Σταθεροποίηση του διεθνούς φορολογικού συστήματος, αποφυγή όσο γίνεται των φορολογικών “παραδείσων”, ενίσχυση της νομικής ασφάλειας των φορολογουμένων, διασφάλιση φορολογικών εσόδων, απαραίτητων για την επαναδημιουργία συνθηκών κοινωνικής πρόνοιας, που απαιτούνται για το μέλλον του Δυτικού κόσμου.
Πανδημία και κλιματική αλλαγή, φέρνουν στην επιφάνεια τις νέες ανάγκες για πολίτες και κράτη του Δυτικού κόσμου.
Είναι προφανές σε όλους εκείνους που παρακολουθούν αυτού του είδους τις διαπραγματεύσεις ότι η συμφωνία, όπως και κάθε συμφωνία αυτής της κατηγορίας, αποτελεί προϊόν πολιτικού και οικονομικού συμβιβασμού. Δείχνει όμως μια κατεύθυνση, και η κατεύθυνση αυτή είναι σαφής και κατηγορηματική: στο νέο και παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας η κοινωνική πρόνοια και η κοινωνική αλληλεγγύη, βρίσκουν έναν νέο τρόπο να διεκδικήσουν πόρους και προσοχή.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Tax Justice Network του Ανεξάρτητου Αμερικανικού Οργανισμού για τη δίκαιη φορολόγηση, η επιβολή ενός ελάχιστου φορολογικού συντελεστή θα αποδώσει φορολογικά έσοδα για τους G7 ύψους 150 δισ. δολάρια, ενώ για τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου μόνο 100 δισ. δολάρια.
Ο συμβιβασμός είναι ανισοβαρής, ταυτόχρονα όμως είναι ένα πρώτο, καθόλου αμελητέο, βήμα για τη ρύθμιση ενός μεγάλου και παγκόσμιου προβλήματος που έχει να κάνει άμεσα με την καθημερινότητα όλων των πολιτών, των κρατών και των δημόσιων οικονομικών τους.
“Τολμηρό βήμα κάτι που λίγοι πίστευαν ότι ήταν δυνατόν πριν από λίγους μήνες. Νίκη για τη φορολογική δικαιοσύνη, για τη κοινωνική δικαιοσύνη και για το πολυμερές σύστημα. Αλλά η δουλειά μας δεν έχει ολοκληρωθεί”.
Η δήλωση αυτή του Επιτρόπου Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Πάουλο Τζεντιλόνι, είναι πολύ χαρακτηριστική.
Τα βήματα που πρέπει να γίνουν ακόμα είναι πολλά. Αναζητείται ένα συμπεριληπτικό νέο κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο που μειώνει τις ανισότητες και αυξάνει δικαιότερα τις ευκαιρίες για τους πολίτες και τις χώρες.