Άρθρο ευρωβουλευτή ΝΔ Γ. Κουμουτσάκου στην εφημερίδα “ΤΟ ΒΗΜΑ“
Το πρωτοχρονιάτικο «Βήμα» δημοσίευσε μια πολύ ενδιαφέρουσα δημοσκόπηση για το πώς βλέπουμε οι Ελληνες την ιδιαίτερα δυσχερή οικονομική κατάσταση που αντιμετωπίζουμε σε συνθήκες μεγάλης διεθνούς κρίσης. Το βασικό συμπέρασμά της είναι αντιφατικό, αλλά και αμείλικτα πραγματικό. Η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών δεν έχει αντίρρηση για γενναίες, ακόμη και επώδυνες, μεταρρυθμίσεις. Αρκεί όμως ο κόπος και το κόστος της αναγκαίας προσπάθειας να καταβληθούν πρωτίστως από τους «άλλους» και ελάχιστα ή καθόλου από «εμάς».
Τα δημοσκοπικά αυτά ευρήματα δείχνουν ότι ως πολίτες μάλλον είμαστε «πλατωνικά» και μόνον ερωτευμένοι με τις «αλλαγές». Μας εντυπωσιάζουν και μας απασχολούν, ίσως και να τις επιθυμούμε, αλλά δεν είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε κάτι ουσιαστικό για να τις κατακτήσουμε.
Είμαστε, με λίγα λόγια, μια «μπλοκαρισμένη κοινωνία» που αναγνωρίζει την αδήριτη ανάγκη των μεγάλων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά όταν φτάσει η στιγμή των δύσκολων αποφάσεων και πράξεων αναζητάμε άλλοθι και προβάλλουμε προφάσεις για να τις αποφύγουμε.
Με μεγαλύτερες ή μικρότερες ευθύνες όλων μας, κυρίως όμως με συντριπτική ευθύνη της δεκαετίας του ΄80-της δεκαετίας της ευωχίας με δανεικά – η χώρα μας, εγκλωβισμένη σε κάθε λογής συντεχνιακού τύπου συμφέροντα, πορεύθηκε προς τη σημερινή εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Μια κατάσταση που ήλθε ως αποτέλεσμα διαχρονικών στρεβλώσεων, ελλειμμάτων και χρεών με τα οποία ως κοινωνία είχαμε σε μεγάλο βαθμό εξοικειωθεί.
Αυτά όμως αφορούν το παρελθόν. Δεν είναι η στιγμή να αναλωθούμε- και εδώ τον πρώτο λόγο και την κύρια ευθύνη έχει η εκάστοτε κυβέρνηση- στο άχαρο, αντιπαραγωγικό παιχνίδι του «ποιος και πόσο φταίει». Αλλού είναι η ουσία και χρόνος δεν υπάρχει. Η διεθνής κρίση μάς έχει φέρει, με τρόπο πιεστικό, πρόσωπο με πρόσωπο με τον κακό εαυτό μας. Οφείλουμε επειγόντως να τον διορθώσουμε.
Ο βρετανός κοινωνιολόγος Αντονι Γκίντενς, που εισήγαγε τον όρο «μπλοκαρισμένη κοινωνία», υποστηρίζει ότι σε μια τέτοια κοινωνία οι αναγκαίες ριζοσπαστικές τομές μπορούν να εφαρμοστούν ευκολότερα και να αποδώσουν περισσότερο σε συνθήκες γενικευμένης αίσθησης μεγάλης κρίσης.
Δεν γνωρίζω εάν ο Γκίντενς- με πολλές από τις απόψεις τού οποίου διαφωνώ ριζικά- είχε στο μυαλό του την Ελλάδα. Η παρατήρησή του όμως αυτή μπορεί να είναι για μας όχι μόνο χρήσιμη, αλλά και πηγή αισιοδοξίας. Με μία προϋπόθεση: να δούμε την κρίση ως ευκαιρία που δεν πρέπει να χάσουμε. Τώρα είναι η ώρα για δύσκολες αποφάσεις και ριζικές αλλαγές που, μέσα από προσωρινές οδύνες, μπορούν να μας «ξεμπλοκάρουν». Να μας δώσουν την ώθηση και την αυτοπεποίθηση που χρειαζόμαστε ως χώρα, ως κοινωνία, ως έθνος.
Για να το επιτύχουμε αυτό- να μετατρέψουμε δηλαδή την κρίση σε ευκαιρία- απαιτείται συλλογική προσπάθεια που δεν μπορεί να αφορά μόνον τους «άλλους» και όχι «εμάς». Ολοι οφείλουμε να συμβάλουμε συναισθανόμενοι την κρισιμότητα της συγκυρίας και τη σοβαρότητα του διακυβεύματος. Απαιτείται λοιπόν ο μέγιστος δυνατός βαθμός συγκλίσεων και συναινέσεων που όμως δεν μπορούν να οικοδομηθούν πάνω σε ασάφειες και ανακολουθίες. Απαιτείται, συνεπώς, συγκεκριμένο σχέδιο εξόδου από την κρίση και πολιτικό θάρρος για την εφαρμογή του, μακριά από ανεδαφικές προεκλογικές υποσχέσεις λαϊκισμού και «διπλή γλώσσα».
Χρόνος όμως για παλινωδίες δεν υπάρχει. Με θολές πολιτικές επιλογές δεν σπάει ο φαύλος κύκλος της «μπλοκαρισμένης» κοινωνίας. Με ασαφείς προτεραιότητες και στοχεύσεις μεγαλώνουν η αβεβαιότητα και η απαισιοδοξία τη στιγμή που οι πολίτες χρειάζονται σιγουριά και ελπίδα.