Η πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν ήταν ποτέ σταθερή ή ευθύγραμμη. Αντίθετα, ήταν και είναι μία αλληλουχία από διαφορετικές περιόδους που εναλλάσσονται. Περιόδους που χαρακτηρίζονταν από ένταση και κρίσεις και άλλες όπου επικρατούσε ύφεση και συνεργασία.
Ειδικά από την μεταπολίτευση και μετά, η σχέση Ελλάδας- Τουρκίας είναι μία πολύπλοκη και φορτισμένη σχέση ανάμεσα σ’ ένα κράτος του «status quo» που σέβεται το διεθνές και ενός άλλου που τα αμφισβητεί με λόγια, θέσεις και πράξεις.
Η παρούσα περίοδος είναι, με ευθύνη της Τουρκίας, μία από τις μακροβιότερες φάσεις συνεχούς έντασης μεταξύ των δύο χωρών. Ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2020 με την απόπειρα της ενορχηστρωμένης από την γείτονα μαζικής και παράνομης παραβίασης των ελληνικών και ευρωπαϊκών συνόρων από καθοδηγούμενο κύμα μεταναστών στον Έβρο και διήρκησε μέχρι πριν λίγες μέρες με την παρενόχληση λιμενικού σκάφους από τουρκικό περιπολικό ανατολικά της Λέσβου.
Σήμερα, όλα δείχνουν ότι η συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις Βρυξέλλες σηματοδοτεί την εκκίνηση μίας νέας περιόδου ύφεσης. Είναι μία συνάντηση που έπρεπε να γίνει. Έγινε στον σωστό για εμάς χρόνο. Με τη θέση της Ελλάδας ενισχυμένη και τη θέση της Τουρκίας πιεσμένη. Η αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ και η νέα εποχή που σηματοδότησε η εκλογή Μπάιντεν διαμόρφωσε νέες ισορροπίες για τις δύο χώρες. Η μεν Ελλάδα χάρη στις διπλωματικές της κινήσεις έχει ενισχύσει τους δεσμούς της και τη συνεργασίας της με συμμάχους, εταίρους και γείτονες, ενώ η Τουρκία με τη νέο-οθωμανική πολιτική του Ερντογάν προκαλεί αντιδράσεις και καχυποψία στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Η μετά την συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν εκκίνηση μιας νέας σελίδας στις διμερείς σχέσεις σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι τα προβλήματα μεταξύ των δύο χωρών έπαψαν να υπάρχουν. Τα προβλήματα είναι εκεί και η απόσταση που χωρίζει τις δύο χώρες παραμένει μεγάλη.
Η περίοδος ύφεσης που δείχνει να ξεκινάει πρέπει να αξιοποιηθεί σωστά στη βάση της πρότασης για θετική ατζέντα οικονομικής συνεργασίας που έχει καταθέσει η Ελλάδα. Η αρχή αναμένεται να γίνει στις 18 Ιουνίου στην Αττάλεια όπου θα συζητηθούν τα 25 projects με την Τουρκία που αποτελούν τμήμα ενός συνεκτικού σχεδίου δράσης σε διαφορετικούς τομείς όπως η επιχειρηματική συνεργασία, οι μεταφορές και οι τηλεπικοινωνίες, η τεχνολογία κ.ά. Με την εκκίνηση της θετικής ατζέντας η ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται αυτή την περίοδο που φαίνεται να ξεκινά ως μια περίοδο δημιουργικής παραγωγικής και όχι παγωμένης ύφεσης .
Ταυτόχρονα, η Ελλάδα δεν προτίθεται να αναστείλει τους στρατηγικούς της στόχους. Θα εξακολουθήσει, δηλαδή, να εργάζεται συγχρόνως προς δύο κατευθύνσεις: την αμυντική της θωράκιση και την διπλωματική της ενίσχυση. Αυτό θα αποτελέσει προϋπόθεση και εγγύηση ώστε ο διάλογος με την Τουρκία να μην είναι εξαρχής υποθηκευμένος. Ένας διάλογος οριοθετημένος για τα ζητήματα που διαχρονικά αναγνωρίζουμε ως ζητήματα διαλόγου και που σε συνδυασμό με την συνεργασία σε τομείς της θετικής ατζέντας, μπορεί να συμβάλει σταδιακά στην ουσιαστική βελτίωση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.
Ο διάλογος είναι ζωτικής σημασίας. Αποτελεί το πετάλι στο ποδήλατο των διπλωματικών σχέσεων. Είναι απαραίτητος σε όλες τις περιόδους. Στηρίζει την πορεία όταν κινδυνεύει να χαθεί η ισορροπία και επιταχύνει πολλαπλασιαστικά όταν υπάρχει κίνηση. Διάλογος δεν σημαίνει υπαναχώρηση. Συζήτηση δεν σημαίνει συνθηκολόγηση.