Άρθρο ευρωβουλευτή ΝΔ Γ. Κουμουτσάκου στην επιθεώρηση του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής «Φιλελεύθερη Έμφαση»
Η οικονομία επηρεάζει καθοριστικά το τελικό άθροισμα εθνικής ισχύος κάθε κράτους. Ειδικά σε περιόδους μεγάλης οικονομικής κρίσης ο αντίκτυπος στη διεθνή θέση μιας χώρας και στη δυνατότητα επιρροής στον περίγυρό της είναι πολύ σοβαρός.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Η εξωτερική της πολιτική δεν μπορεί παρά να υφίσταται τις επιπτώσεις από την δραματική εξασθένιση της εθνικής οικονομίας.
Πέραν αυτού, η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας υφίσταται επιπλέον την επίδραση μιας ακόμα σοβαρής εξέλιξης: της αποδυνάμωσης της Ευρώπης ως διεθνούς παίκτη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι σήμερα αυτή που ήταν. Διέρχεται μια πολύπλευρη σοβαρή κρίση. Η περιβόητη “ήπια ισχύς” της Ευρώπης περνάει δύσκολες ώρες.
Αυτό επιδρά ανάλογα και στη διεθνή θέση της Ελλάδας, δεδομένου ότι επί τριάντα και πλέον χρόνια η συμμετοχή ως πλήρους μέλους στην Ε.Ε. αποτελεί κυριολεκτικά τη σπονδυλική στήλη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η ευρωπαϊκή επιλογή παραμένει η μόνη ρεαλιστική στρατηγική επιλογή και κατεύθυνση για τη χώρα. Ταυτόχρονα όμως, είναι εμφανές ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, η ευρωπαϊκή συμμετοχή δεν αποτελεί για την ελληνική εξωτερική πολιτική τον ίδιο, με το παρελθόν, πολλαπλασιαστή ισχύος.
Την περίοδο αυτή η Ελλάδα καλείται να διαχειριστεί τέσσερα μέτωπα ταυτόχρονα: α) Τη σοβαρή λόγω κρίσης, εξασθένιση της οικονομίας της. β) Την ταραγμένη και με αβεβαιότητες πορεία της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. γ) Τα γνωστά σοβαρά ανοικτά ζητήματα του πυρήνα της εξωτερικής της πολιτικής, Τουρκία, Κυπριακό, Σκοπιανό. Και (δ) την έντονη ρευστότητα στην άμεσα γειτονική της περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου σε συνδυασμό με την αύξηση επιρροής της Τουρκίας που τα τελευταία χρόνια, ζει μέσα σε μια “μέθη ισχύος”.
Το πιεστικό ερώτημα που εγείρεται είναι το πως θα μπορέσει η Ελλάδα να αντιμετωπίσει με περιορισμένες, εκ των πραγμάτων, δυνατότητες παλαιά προβλήματα και νέες προκλήσεις μέσα σε ένα εξαιρετικά ρευστό ευρωπαϊκό και περιφερειακό περιβάλλον. Η αναντιστοιχία μέσων και στόχων είναι η κύρια πρόκληση που αντιμετωπίζει η εξωτερική της πολιτική στην εποχή της κρίσης.
Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας δεν μπορεί να παραμείνει ίδια και απαράλλακτη με εκείνην που ασκούσε έως τώρα. Το κρίσιμο ζητούμενο είναι πως θα μπορέσουμε να διαμορφώσουμε, μέσα στην κρίση, μια ανανεωμένη εξωτερική πολιτική, πιο σύγχρονη και αποτελεσματική στην προάσπιση και προώθηση των εθνικών μας συμφερόντων. Θέλω να υπογραμμίσω ότι αυτό δεν αφορά μόνον στην ουσία της εξωτερικής πολιτικής. Αφορά και στους μηχανισμούς παραγωγής και εφαρμογής της.
Ως προς το περιεχόμενο της εξωτερικής πολιτικής, ορισμένες εξελίξεις δείχνουν ότι αναδύονται κάποιες νέες δυνατότητες και ευκαιρίες για να καλύψουμε, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, την υπαρκτή αναντιστοιχία μέσων και στόχων.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσω τη διεύρυνση και εμβάθυνση των σχέσεων της Ελλάδας με το Ισραήλ, αποφεύγοντας όμως τη χρήση πολωτικών όρων, όπως «άξονες», «συμμαχίες», «πολιτισμοί» κ.λπ. Αυτή η επιλογή δεν αντιβαίνει, αντίθετα πηγαίνει χέρι-χέρι με τη σταθερή υποστήριξη και προώθηση μιας δίκαιης και αμοιβαία αποδεκτής λύσης του Παλαιστινιακού προβλήματος, με τη δημιουργία διεθνώς αναγνωρισμένου παλαιστινιακού κράτους.
Στη στρατηγική αναζήτηση νέων δυνατοτήτων, πρέπει, επίσης, να εξεταστεί ποιά μπορεί να είναι η θέση και ρόλος της Ελλάδας στον ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου και συνεπώς της Ευρώπης. Υπάρχουν σημαντικές εξελίξεις, ειδικά στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η προσεκτική και με κατάλληλη προεργασία αξιοποίησή τους, συμπεριλαμβανομένων των δυνατοτήτων που δίνουν οι Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες, θα δώσει στην Ελλάδα και στην Κύπρο -στον ελληνοκυπριακό χώρο- μια νέα γεωστρατηγική, γεωπολιτική και γεωοικονομική αξία και βαρύτητα. Έτσι, τα ενεργειακά ζητήματα συνιστούν μια νέα για την Ελλάδα περιοχή διπλωματικής δράσης που οφείλουμε να μελετήσουμε, να σχεδιάσουμε, να αξιοποιήσουμε.
Βεβαίως αυτά δε θα γίνουν άμεσα. Οι όποιες θετικές επιπτώσεις δεν θα γίνουν άμεσα αισθητές. Ο ορίζοντας είναι μεσο-μακροπρόθεσμος.
Πέραν των εξελίξεων στις σχέσεις με το Ισραήλ και τις προοπτικές αναβαθμισμένου ενεργειακού ρόλου, θα πρέπει να αξιοποιηθούν περισσότερο οι σχέσεις με χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Ινδία. Αυτό, προφανώς, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την σταθερή επιλογή της Ελλάδας να ανήκει στην Ευρώπη και σε αυτό που αποκαλείται δυτικός κόσμος, καθώς η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ είναι στρατηγικής σημασίας για την Ελλάδα. Η διεύρυνση των σχέσεων και με άλλα κράτη μπορεί όμως να εμπλουτίσει τις δυνατότητες που έχει η χώρα και να την ενισχύσει.
Περνώντας τώρα από το περιεχόμενο αυτής καθαυτής της πολιτικής στον τρόπο παραγωγής και εφαρμογής της, θα μπορούσαμε να κάνουμε ορισμένες σύντομες επισημάνσεις.
Η μεγάλη περιστολή των δημοσίων δαπανών δεν θα είναι μια περιστασιακή αναγκαιότητα για την Ελλάδα, αλλά σταθερό δεδομένο για τα προσεχή δέκα – είκοσι χρόνια.
Το Υπουργείο Εξωτερικών δεν μπορεί να εξαιρεθεί. Το ζήτημα δεν είναι το «εάν» αλλά το «πώς» θα προσαρμοστεί αυτό το κυρίως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, στα νέα δυσμενή δημοσιονομικά δεδομένα. Όχι πάντως με την αφελή και απολύτως αντιπαραγωγική λογική των οριζόντιων περικοπών. Χρειαζόμαστε επειγόντως μια «χαμηλού κόστους-αυξημένης απόδοσης» – “low cost- high impact” – διπλωματική υπηρεσία και κατ’ επέκταση διπλωματία. Πώς μπορεί να γίνει αυτό;
Στην εποχή μας η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να περιορίζεται πλέον στα παραδοσιακά διπλωματικά ζητήματα και εργαλεία.
Για παράδειγμα χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και έμφαση στην οικονομική και τη δημόσια διπλωματία. Σήμερα η οικονομία αποτελεί και αυτή, «υψηλή πολιτική» και όχι το «παραπαίδι» της κλασικής-παραδοσιακής διπλωματίας. Η οικονομική διπλωματία θα πρέπει να γίνει βασικό πεδίο ενδιαφέροντος και διπλωματικής δράσης στο εξωτερικό.
Η δημόσια διπλωματία είναι στην εποχή μας πολύτιμο εργαλείο εξωτερικής πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι όλο και περισσότερες χώρες επιδιώκουν την ανάπτυξη της λεγόμενης «ήπιας ή ευφυούς ισχύος». Η εικόνα της χώρας μας έχει πληγεί και σε ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο. Χρειαζόμαστε λοιπόν επειγόντως αποτελεσματική «δημόσια διπλωματία», δηλαδή συντονισμένη πολιτική βελτίωσης και προβολής της διεθνούς μας εικόνας.
Η χώρα, όπως όλα δείχνουν, τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια, θα διέρχεται μια δύσκολη περίοδο της ιστορικής της πορείας και για αυτό η εξωτερική μας πολιτική θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της, νέα δεδομένα, προκλήσεις και εξελίξεις. Μπορείς στην εποχή μας να σχεδιάσεις και να εφαρμόσεις εξωτερική πολιτική χωρίς πλήρη εικόνα των οικονομικών, ενεργειακών, ακόμα και των πολιτιστικών παραμέτρων; Μήπως τα θέματα εσωτερικής τάξης, όπως η μετανάστευση, η τρομοκρατία, η παράνομη διακίνηση ανθρώπων, όπλων, ναρκωτικών δεν αφορούν την εξωτερική πολιτική;
Στις παρούσες πρωτόγνωρες συνθήκες δεν μπορούμε να διαχειριζόμαστε τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας με τον ίδιο τρόπο που τα διαχειριζόμασταν ως τώρα. Χρειαζόμαστε ένα “μπούσουλα”, μια πυξίδα. Με λίγα λόγια χρειαζόμαστε ένα καλά επεξεργασμένο δόγμα εξωτερικής πολιτικής, προσαρμοσμένο στις νέες συνθήκες. Απαιτείται συνολική θεώρηση, συντονισμένος και, κυρίως, σφαιρικός εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός. Το ΚΥΣΕΑ δεν έχει αξιοποιηθεί προς την κατεύθυνση παραγωγής πολιτικής. Χρειάζεται επομένως ένας νέος θεσμός.
Η Ελλάδα θα πρέπει να αποκτήσει Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας υπαγόμενο απ’ ευθείας στον Πρωθυπουργό, με γνωμοδοτική αρμοδιότητα αυξημένου κύρους. Το φαντάζομαι ως μια ευάριθμη μονάδα υψηλού τεχνοκρατικού επιπέδου που θα αποτελεί μια ειδικού τύπου Γραμματεία παραγωγής πολιτικής. Πρόκειται για μεταρρύθμιση χαμηλού κόστους αλλά αυξημένης απόδοσης.
Οι προκλήσεις είναι μεγάλες λοιπόν. Αυτά που πρέπει να γίνουν απαιτούν ταχύτητα, αποφασιστικότητα και προσήλωση στο στόχο για το κοινό, για το εθνικό καλό. Οφείλουμε να τα καταφέρουμε. Πολυτέλεια ολιγωρίας και αποτυχίας απλά δεν υπάρχει…
Σημ.: Το άρθρο βασίζεται σε ομιλία που δόθηκε στο St Antony´s College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης(25/01/2012)