Η εντεινόμενη πολυσχιδής διπλωματική δραστηριότητα της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, το Νότιο Καύκασο και την Κεντρική Ασία αξίζει ιδιαίτερης προσοχής. Ειδικότερα μάλιστα όταν κατ’ επανάληψη αποκλίνει από βασικές “δυτικές” επιλογές.
Οι διπλωματικοί “εναγκαλισμοί” της Άγκυρας με την Τεχεράνη και τη Χαμάς, σε αντιδιαστολή με τις συνεχείς τριβές και τις σοβαρές εντάσεις με το Ισραήλ, έχουν ξαναφέρει στο προσκήνιο το ερώτημα: “Που το πάει η Τουρκία; Απομακρύνεται μήπως από τη Δύση;”
Με την αυτοπεποίθηση που της δίνουν τόσο η γεωστρατηγική της θέση η οποία την έχει καταστήσει, μεταξύ άλλων, κομβικό “ενεργειακό πέρασμα”, όσο και ο δυναμισμός της οικονομίας της που την οδήγησε στην ισχυρή ” λέσχη” του G20, η Τουρκία δείχνει αποφασισμένη να δώσει “σάρκα και οστά” στο δόγμα Νταβούτογλου. Να αξιοποιήσει δηλαδή το “στρατηγικό της βάθος” και να κερδίσει ηγετικό περιφερειακό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της.
Εγείρεται λοιπόν ένα δεύτερο, εξίσου κρίσιμο, ερώτημα: “Συνεχίζει η σημερινή Τουρκία να ενδιαφέρεται και να πιστεύει στην ευρωπαϊκή της πορεία και ένταξη; Μήπως έχει πλέον άλλες προτεραιότητες;”
Η ιδιαίτερη σημασία αυτού του ζητήματος για την ελληνική εξωτερική πολιτική είναι προφανής.
Εδώ και δέκα και πλέον χρόνια, η Ελλάδα έχει διακομματικά υιοθετήσει την πολιτική στήριξης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, ως την κύρια πολιτική διαχείρισης των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.
Σχηματικά θα λέγαμε ότι η Ελλάδα επιδιώκει να ενσωματώσει, να “διαχύσει” τις δύσκολες αυτές διμερείς σχέσεις, στο ευρύτερο και καλύτερα ρυθμιζόμενο πλαίσιο των ευρω-τουρκικών σχέσεων.
Ο στρατηγικός στόχος είναι σαφής: Η σταδιακή ευρωπαϊκή μετεξέλιξη της Τουρκίας, σε ένα δημοκρατικό, πιο προβλέψιμο και γι’ αυτό πιο αξιόπιστο και φιλικότερο γείτονα.
Με έναν τέτοιο γείτονα – μελλοντικά εταίρο – μπορείς να συνυπάρξεις αρμονικά. Να έχεις σταθερές σχέσεις καλής γειτονίας. Μπορείς να λύσεις ευκολότερα, χωρίς επικίνδυνες τριβές και κρίσεις, υπάρχοντα προβλήματα. Αυτό θα έχει γενικότερο ευεργετικό αντίκτυπο για την ειρήνη, τη σταθερότητα, τη συνεργασία και την ευημερία ολόκληρης της περιοχής.
Είναι γνωστό ότι και η Κυπριακή Δημοκρατία ακολουθεί σχεδόν απαράλλακτη την ίδια γραμμή πλεύσης.
Η πολιτική αυτή που έχει χαρακτηρισθεί και ως “η προσπάθεια κοινωνικοποίησης του θηρίου”, δεν είναι πολιτική λευκής επιταγής. Υπάρχει το “ραβδί”. Η απαράβατη προϋπόθεση της πλήρους συμμόρφωσης της Τουρκίας σε κριτήρια, προϋποθέσεις, αρχές και κανόνες. Υπάρχει όμως και το “καρότο”: Το όραμα και το κίνητρο της πλήρους ένταξης.
Τι γίνεται όμως εάν το “καρότο” για τον έναν ή άλλο λόγο, χάσει την αξία του; Τι γίνεται εάν το όραμα της πλήρους ένταξης θολώσει τόσο, ώστε να μην είναι πλέον επαρκές κίνητρο για την προσαρμογή και τη μεταρρύθμιση, για την “ευρωπαϊκή κοινωνικοποίηση” της Τουρκίας; Τι γίνεται εάν η Τουρκία μεταβάλλει προτεραιότητες; Τι γίνεται εάν εταίροι και σύμμαχοι προωθήσουν άλλες – πλην εντάξεως – εναλλακτικές λύσεις για τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας; Μήπως βρισκόμαστε αντιμέτωποι με εξελίξεις αρνητικές για τα συμφέροντά μας; Μήπως η έως τώρα πολιτική μας κινδυνεύει να μείνει χωρίς πραγματικό περιεχόμενο;
Εξελίξεις…
Η μεγάλη οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα ο σκληρός πυρήνας της, η ευρωζώνη, δεν μπορεί παρά να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ήδη εξασθενημένη δυναμική των διευρύνσεων.
Πόσο μάλλον όταν έχει προηγηθεί μια μακρά θεσμική κρίση που τελείωσε μόλις πριν από λίγους μήνες, με την θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Αυτά, σε συνδυασμό με τις ακόμα ελλειμματικές για διάφορους λόγους υποψηφιότητες των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων και της Τουρκίας, ενισχύουν περαιτέρω την γνωστή στις Βρυξέλλες «κόπωση διεύρυνσης».
Σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο του 2009 οι ευρωπαίοι πολίτες που είναι αντίθετοι στην προοπτική νέων διευρύνσεων είναι, για πρώτη φορά, περισσότεροι εκείνων που είναι θετικοί, με ποσοστό 46% έναντι 43%. Όλα δείχνουν ότι η διαφορά θα μεγαλώσει.
Αυτή η τάση δεν περιορίζεται στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Αργά ή γρήγορα επηρεάζει τις κυβερνήσεις. Στη συνέχεια, επιστρέφει ενισχυμένη στην κοινωνία.Η εξαιρετικά επιφυλακτική, εάν όχι απροκάλυπτα αρνητική στάση του Βερολίνου, των Παρισίων, της Βιέννης – και όχι μόνον – έναντι μιας τουρκικής ένταξης στην Ένωση, είναι γνωστή σε όλους. Και στην Άγκυρα..
Η Τουρκία, εξαιτίας πρωτίστως της δικής της απροθυμίας να ανταποκριθεί στα συμφωνηθέντα με τη ΕΕ προαπαιτούμενα, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεών της έναντι ενός κράτους-μέλους, της Κύπρου, είναι αντιμέτωπη με μια ιδιότυπη “slowmotion” ενταξιακή διαδικασία. Η μακρόσυρτη και επώδυνη αυτή πορεία και τα αποθαρρυντικά για την ένταξή της μηνύματα από ευρωπαϊκούς λαούς και κυβερνήσεις, μπορούν να ωθήσουν την Τουρκία σε “δεύτερες σκέψεις”.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η Άγκυρα, αργά αλλά σταθερά μεταβάλλει προτεραιότητες. Ότι εμπλουτίζει τις επιλογές της με νέα πεδία δράσης. Ότι στρέφει την προσοχή περισσότερο προς την ευρύτερη δική της περιοχή, εφαρμόζοντας νεο-οθωμανική πολιτική ήπιας ισχύος. Με “ανοίγματα”, με συνεργασίες, με διαμεσολαβήσεις και – όποτε κρίνει ότι την εξυπηρετεί, όπως στην περίπτωση του Ισραήλ – με αντιπαραθέσεις και εντάσεις.
Η εικαζόμενη αυτή μετατόπιση του τουρκικού ενδιαφέροντος προς την Ανατολή ανησυχεί πολλούς στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αλλά και στην Ουάσιγκτον. Δύο είναι οι βασικοί λόγοι αυτής της ανησυχίας:
-Οι όλο και στενότερες σχέσεις της Άγκυρας με καθεστώτα και παράγοντες, που είναι «κόκκινο πανί» για την Δύση, όπως η Συρία, το Ιράν, το Σουδάν και η Χαμάς, μπορούν να υποσκάψουν την σταθερότητα, το κύρος και τους στόχους της δυτικής πολιτικής στην περιοχή.
-Περαιτέρω ισχυροποίηση των δεσμών της Τουρκίας με τη Μέση Ανατολή και τον Μουσουλμανικό κόσμο, θα μπορούσε να ενισχύσει ακόμα περισσότερο την επιρροή του Ισλάμ στο εσωτερικό της συμμάχου Τουρκίας.
Αδιέξοδα…
Τα ηγετικά κράτη – μέλη της ΕΕ και κατά συνέπεια και η ίδια η ΕΕ βρίσκονται λοιπόν μπροστά σ΄ ένα φαύλο κύκλο. Σ΄ ένα ανατροφοδοτούμενο πολιτικό αδιέξοδο. Αφ’ ενός μεν, θέλουν να κρατήσουν την Τουρκία στέρεα αγκυροβολημένη στη Δύση και την Ευρώπη, επιθυμώντας τον εξευρωπαϊσμό της. Αφ’ ετέρου όμως, δεν είναι έτοιμοι να την δουν πλήρως ενσωματωμένη ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία είναι και εκείνη εγκλωβισμένη στα δικά της αδιέξοδα. Δεν είναι διατεθειμένη να υποστεί την βάσανο της ευρωπαϊκής προσαρμογής και μετάλλαξής της χωρίς να έχει εγγυημένη την προοπτική της πλήρους και ισότιμης συμμετοχής της στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Αυτήν την εγγύηση, όμως, δεν μπορεί να την έχει. Λευκές επιταγές δεν υπάρχουν.
Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο πολύπλοκα καθώς η Τουρκία επιδιώκει παράλληλα την ανάδειξή της σε ηγεμονική περιφερειακή δύναμη. Ωστόσο θα πρέπει να αντιλαμβάνεται ότι ο όποιος ρόλος, και επομένως εμπλοκή της σε μια τόσο ταραγμένη και εύθραυστη περιοχή όπως η Μέση Ανατολή και ο Καύκασος, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ένταξή της σε μια “οικογένεια” σταθερότητας, ειρήνης, δημοκρατίας και ευημερίας όπως η ΕΕ.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ρευστότητας και αβεβαιότητας για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, εκκολάπτονται διάφορες εναλλακτικές ιδέες και προτάσεις, όπως η περιβόητη “ειδική σχέση” ή και άλλα πιο ευέλικτα σχήματα διασύνδεσης και συνεργασίας της Τουρκίας με την ΕΕ. Όπως για παράδειγμα, επιλεκτικές μορφές ενισχυμένης συνεργασίας με την Τουρκία σε συγκεκριμένους τομείς ειδικότερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, όπως η εξωτερική πολιτική, η ασφάλεια και η άμυνα, η ενέργεια, κά.
Είναι προφανές ότι όλες αυτές οι εναλλακτικές λύσεις που προσπαθούν να δώσουν κάποια ανάσα στην ασθμαίνουσα ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση από τις επιδιώξεις και τις προτεραιότητες της Ελλάδας.
Σε αυτές τις συνθήκες αναδεικνύεται το πρόβλημα αποτελεσματικότητας της ελληνικής στρατηγικής για «ευρωπαϊκή κοινωνικοποίηση της Άγκυρας». Εάν δεν καταλήξουμε γρήγορα σε μια καλά επεξεργασμένη πολιτική πολλών επιπέδων και εναλλακτικών, κινδυνεύουμε να μείνουμε χωρίς πολιτική.
Προτάσεις…
Τι μπορούμε να κάνουμε; Θα φανεί παράδοξο, αλλά αυτό που θα πρέπει πρωτίστως να κάνουμε είναι να επιμείνουμε στην πολιτική στήριξης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας και στη γραμμή «πλήρης προσαρμογή- πλήρης ένταξη». Έτσι μόνον θα μπορέσουμε να διαπραγματευτούμε αξιόπιστα και αποφασιστικά την όποια μετακίνησή μας σε άλλες – πλην της εντάξεως – μορφές σύνδεσης της Τουρκίας με την Ε.Ε.
Σύμφωνα με αυτήν τη λογική κάθε μετακίνησή από την αρχική στρατηγική επιλογή μας, θα πρέπει να συνοδεύεται και να εξισορροπείται από την διασφάλιση αντίστοιχων εγγυήσεων σε ζητήματα ζωτικού ελληνικού ενδιαφέροντος. Όμως, σε ένα τέτοιο ρευστό περιβάλλον, η πολιτική «πλήρης συμμόρφωση- πλήρης ένταξη» δεν είναι πλέον από μόνη της αρκετή. Είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στη βάση του σεβασμού της αρχής της καλής γειτονίας και του Διεθνούς Δικαίου.
Για αυτό παράλληλα και ταυτόχρονα με την ευρωπαϊκή διάσταση της πολιτικής μας έναντι της Τουρκίας, χρειάζεται επειγόντως και ένα «planB» με δύο βασικές παραμέτρους:
-Συνέχιση και ένταση της προσπάθειας για σταδιακή εξομάλυνση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων σε διμερές επίπεδο, κυρίως μέσω συνεργασιών χαμηλής πολιτικής και δευτερευόντως στο πεδίο της υψηλής πολιτικής. Ειδικότερα στην παρούσα δυσχερή για την Ελλάδα συγκυρία, η κατεύθυνση αυτής της προσπάθειας θα πρέπει να είναι “υπομονή και επιμονή” (patience and perseverance) και όχι “σπουδή διευθέτησης” (let’s fix it).
-Δραστήρια και ουσιαστική διπλωματία με σκοπό τη διαμόρφωση και ενίσχυση συμμαχιών στην Ε.Ε., στο ΝΑΤΟ, σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς, στην άμεση αλλά και ευρύτερη περιοχή μας και, βέβαια, ενδυνάμωση των δεσμών συνεργασίας μας με παραδοσιακούς αλλά και νέους φίλους. Περιττό να υπογραμμιστεί εδώ ο κομβικός ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Προϋποθέσεις…
Όμως, η εξωτερική πολιτική δεν ασκείται «invitro». Δεν ασκείται σε συνθήκες εργαστηρίου, ξεκομμένη και ανεπηρέαστη από την οικονομική και πολιτική πραγματικότητα της χώρας.
Για να υπάρξουν προοπτικές επιτυχίας είναι απαραίτητο να βγάλουμε το ταχύτερο τη χώρα μας από τη σημερινή βαθιά της κρίση. Κρίση οικονομική, πολιτική και κοινωνική. Σε τελική ανάλυση, κρίση αξιών και οράματος. Πρέπει επειγόντως να ανασυνταχθούμε. Να πατήσουμε το «resetbutton» της συλλογικής εθνικής επανεκκίνησης. Και για να γίνει αυτό, χρειαζόμαστε μια νέα κινητήρια δύναμη, μια νέα αξιόπιστη εθνική προσμονή.
Απαραίτητο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι να προχωρήσουμε το ταχύτερο σε τολμηρή συνταγματική αναθεώρηση που θα δώσει νέα ποιότητα και δυναμική στη Δημοκρατία μας. Έτσι ώστε η “Πολιτική” να ασκείται αποτελεσματικά, για την εξυπηρέτηση του συλλογικού και εθνικού συμφέροντος, εκπληρώνοντας ταυτόχρονα την παιδευτική αποστολή της με το να δίνει παράδειγμα αξιοπρέπειας στους πολίτες.